Συντακτικά και λεξιλογικά χαρακτηριστικά της θεματικής συλλογής των Ἀποφθεγμάτων τῶν ἁγίων Πατέρων (Apophthegmata patrum, collectio systematica)

Share Embed


Descrição do Produto

Συντακτικά και λεξιλογικά χαρακτηριστικά της θεματικής συλλογής των Ἀποφθεγμάτων τῶν ἁγίων Πατέρων1 (Apophthegmata patrum, collectio systematica)* Abstract The Greek text of the systematic collection of the Apophthegmata patrum date from IV-VI AD and is written in so-called late Koine Greek. The collection contain both sayings and simple narratives, composed for the most part in everyday, not literary Greek. The text therefore have the potential to provide useful evidence for the ongoing development of Greek language of its time. The paper presents some preliminary results of a PhD research conducted at the Department of Classics at Sofia University with the same title. Its aim is to draw attention to the linguistic value of Apophthegmata, based on the study of the syntax and vocabulary of the critical edition of the systematic collection (Les Apophtegmes 1993-2005). Λέξεις-κλειδιά: Αποφθέγματα των αγίων Πατέρων, Μέγα Γεροντικό, εκκλησιαστική ορολογία, ιστορία της ελληνικής γλώσσας, λεξιλόγιο, μοναστική ορολογία, σύνταξη, ύστερη κοινή 1. Εισαγωγή Η διαπίστωση του J. Lee ότι η γλώσσα της αλφαβητικής παραλλαγής των Αποφθεγμάτων, των γνωμικών, δηλαδή, και των σύντομων ιστοριών των πλέον επιφανών μοναχών που ζούσαν κατά τον 4ο–6ο μ.Χ. αι. στην Αίγυπτο, Παλαιστίνη και Συρία, “is not learned or literary Greek, nor is it entirely vernacular, but it is middle-level Koine Greek of a century before the beginning of early Medieval Greek” (Lee 2015: 24-25), σε γενικές γραμμές, ισχύει και για τη θεματική. Πρόκειται για μια, ως επί το πλείστον, απλή και ανεπιτήδευτη γλώσσα, ειδικά σε σύγκριση με τον εκλεπτυσμένο λόγο των αρχαίων Ελλήνων κλασικών ή των σύγχρονων με τα Αποφθέγματα μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας – οι οποίοι έγραφαν σε μια λίγο-πολύ αρχαΐζουσα γλώσσα – ή, σύμφωνα με άλλον ερευνητή, «literate but not literary Greek». Στο κείμενο δεν παρατηρούνται επιδράσεις της κοπτικής που, υποτίθεται, ήταν η γλώσσα του πρωτοτύπου – τουλάχιστον, ενός μεγάλου μέρους – των Αποφθεγμάτων, αν εξαιρέσει κανείς λίγες λέξεις κοπτικής προέλευσης2. Ταυτόχρονα, φανερή είναι η επίδραση της ελληνικής γλώσσας της Παλαιάς Διαθήκης (μετάφραση των Ο΄) και της Καινής Διαθήκης (ΚΔ), και στο κείμενο απαντούν εκατοντάδες αναφορές και αποσπάσματα από την Αγία Γραφή. Φυσικά, αυτό θα μπορούσε να οφείλεται – και σε ορισμένες περιπτώσεις, προφανώς οφειλόταν – στη «λειτουργική γλώσσα» της Εκκλησίας που, με τη σειρά της, είναι βαθιά επηρεασμένη από τη γλώσσα της Αγίας Γραφής (Lee 2015: 25). Επίσης αισθητή είναι η επίδραση της ομιλούμενης γλώσσας (βέβαια, στο μέτρο κατά το οποίο μπορεί κανείς να σχηματίσει Η ελληνική έκδοση της θεματικής συλλογής των Αποφθεγμάτων (κείμενο–μετάφραση στα νεοελληνικά) είναι γνωστή με τον τίτλο Τό Μέγα Γεροντικόν (στη συνέχεια Γεροντικόν, βλ. Βιβλιογραφία). * Ευχαριστώ τον κ Γεώργιο Γούδη και τον καθηγητή Δημήτριο Χρηστίδη για τον έλεγχο του κειμένου. 2 Για τις αλληλοεπιδράσεις της ελληνικής και της κοπτικής βλ. Ray (2001). 1

γνώμη για την κατάσταση της ομιλούμενης ελληνικής της εποχής εκείνης από γραπτά κείμενα), γεγονός το οποίο είναι φυσικό, αν πάρει κανείς υπόψη του τη μακρά προφορική παράδοση που προηγήθηκε από τη σύνταξη της συλλογής3. Σε σύγκριση με τα υπόλοιπα αγιογραφικά έργα, στα οποία δεν υπήρχε προηγούμενη προφορική παράδοση, εδώ η σχέση με τη ζωντανή δημώδη γλώσσα είναι πιο έντονη και αισθητή. Ακριβώς σε αυτό εντοπίζεται και η μεγάλη σημασία των Αποφθεγμάτων από γλωσσολογικής πλευράς, καθώς είναι αναμενόμενο αυτά να αντικατοπτρίζουν τις βασικές γλωσσικές αλλαγές που σημειώθηκαν κατά την περίοδο της ύστερης κοινής, στην πορεία της μετατροπής των αρχαίων ελληνικών σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε κοινή νεοελληνική (ΚΝΕ). 2. Σύνταξη των ονομάτων Η λειτουργία των πτώσεων στα Αποφθέγματα, σε γενικές γραμμές, είναι όμοια με τα αρχαία ελληνικά. Ωστόσο, παρατηρούνται ορισμένες αποκλίσεις. Ένα φαινόμενο που προφανώς οφείλεται στην επίδραση της βιβλικής ή / και της λειτουργικής γλώσσας είναι η χρήση της ονομαστικής (πάντα σε ενικό) σε προσφωνήσεις στη θέση κλητικής, συνοδευμένη πάντα από το αντίστοιχο άρθρο4. Στις περισσότερες φορές πρόκειται για την επίκληση ‘ὁ Θεός’: Ὁ Θεός μου, ἐνίσχυσόν με V.13.45, Εὐχαριστῶ σοι, ὁ Θεός VI.3.3-4, Ἐτοίμη ἡ καρδία μου, ὁ Θεός ΙΙ.35.33 (πβ. Ψ. ρζ΄ 2), αλλά και: Καλῶς ἦλθες, ὁ ἑωσφόρος ὁ πρωῒ ἀνατέλλων […] Εἰρήνη σοι, ὁ στῦλος τοῦ φωτός, ὁ τὴν οἰκουμένην βαστάζων XVII.4.3-5. Πάντως, τα περισσότερα ουσιαστικά παίρνουν κανονικές κλητικές μορφές – πάτερ (I.6.3, 5, II.26.2, III.20.11 κ.α.), κύριε (II.3.2, IV.47.3, IV.103.4 κ.α.), δέσποτα (V.46.55), υἱέ (V.19.6, V.37.16), κτλ. Σε αυτές τις περιπτώσεις το μόριο ‘ὦ’ συνήθως παραλείπεται, όπως στην ΚΔ (Caragounis 2004: 142-143): Ἀδελφέ, πῶς ἔχεις; V.47.13, Ἀρκεῖ μοι μόνον τὸ βλέπειν σε, πάτερ XVII.5.7, Τί ποιοῦμεν, ἀββᾶ; XVII.10.4. Η χρήση της δοτικής είναι ευρεία, όχι όμως πάντοτε σταθερή, ακόμη και όταν πρόκειται για την ίδια ιστορία: Ὥσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἐχθρὸν ἔχων πολεμεῖ μετ’ αὐτοῦ (μετά + ΓΕΝ), οὕτως ὀφείλομεν καὶ τῷ σώματι (ΔΟΤ) πολεμῆσαι I.10.3-4, ὁ ἐχθρὸς πολεμεῖ τοὺς ἁγίους ΙΙ.10.35, ὁ Θεὸς πολεμεῖ […] τὸν ἐχθρόν (ΑΙΤ) V.18.10 – σε παθητική φωνή: πολεμοῦμαι εἰς τὴν πορνείαν (εἰς + ΑΙΤ) V.11.2 (επίσης και στο V.16.1, V.17.1, V.24.1, V.26.6 κτλ.) – Πῶς ἔρχεται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν ψυχήν; (εἰς + ΑΙΤ) […] ἔρχεται αὐτῷ (ΔΟΤ) ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ Ι.29.1-4, καὶ ἴδῃ τινὰ ὁμιλοῦντα αὐτῷ (ΔΟΤ) θλίβεται λέγων· Τί θέλεις μετὰ ἄλλου (μετά + ΓΕΝ) ὁμιλεῖν V.51.14-15, Εἰ ποιεῖς τῷ καλῷ ἀδελφῷ (ΔΟΤ) μικρὸν ἀγαθόν, τὸ διπλοῦν ποίησον μετὰ τοῦ ἄλλου (μετά + ΓΕΝ) XVII.27.4-6. Ομοίως, ως δείκτες του χρόνου σε όμοιες φράσεις και μάλιστα στην ίδια ιστορία χρησιμοποιείται τόσο η δοτική, όσο και η αιτιατική: ἐν ὅλοις εἴκοσι ἔτεσιν (ΔΟΤ) ХХ.11.2  ἐπὶ εἴκοσι ἔτη (ΑΙΤ) ХХ.11.5. Η αντικατάσταση της δοτικής από άλλες πτώσεις, με εμπρόθετη ή μη εκφορά, εντάσσεται στην τάση της γλώσσας προς αναλυτικότητα κατά την περίοδο της κοινής Τα Αποφθέγματα αρχικά διατυπώθηκαν προφορικά από τους μεγάλους αυτούς ασκητές (γέροντες ή αββάδες) και στη συνέχεια καταγράφηκαν, προφανώς από μαθητές τους. 4 Στην κλασική ελληνική γλώσσα, η ονομαστική (σε ενικό) επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προσφωνήσεις αλλά συνοδεύεται εκεί συνήθως από το μόριο ‘ὦ’, το επιφώνημα ‘ὤ’, ή άλλο κατάλληλο επιφώνημα, και όχι από το άρθρο (Γρηγορόπουλος 2004: 106, Τσελίκας 2012, Caragounis 2004: 142). 5 Η αρίθμηση αντιστοιχεί στην κριτική έκδοση των Αποφθεγμάτων (Les Apophtegmes 1993-2005), όπου οι λατινικοί αριθμοί αντιστοιχούν στα κεφάλαια, και οι αραβικοί – στα αποφθέγματα (ιστορίες) και τις γραμμές. 3

(Παπαναστασίου 2001: 451). Μεμονωμένα παραδείγματα αυτής της τάσης μαρτυρούνται σε αρκετά πρώιμα έγγραφα (αναφορικά με τις προσωπικές αντωνυμίες, σε μη λογοτεχνικούς παπύρους του 1ου π.Χ. αιώνα, βλ. Horrocks 2010α: 115-117, 180, 183-187, Browning 1995: 36-38). Παραδείγματα χρήσης της αιτιατικής αντί δοτικής αναφέρονται στην ΚΔ (Moulton 1908:60-63, 65, Browning 1995: 36). Ωστόσο, μέχρι τις αρχές του 7ου αι. κανένα γνωστό κείμενο δεν χαρακτηρίζεται από πλήρη εξαφάνιση της δοτικής (Horrocks 2010β: 466). Προφανώς, το πτωτικό σύστημα των Αποφθεγμάτων μάλλον αντικατοπτρίζει την κατάσταση της δημώδους ελληνικής του 4ου–6ου αι. (όταν γράφθηκαν τα Αποφθέγματα), παρά του 9ου αι. και μετά (όταν χρονολογούνται τα χειρόγραφα που τα περιέχουν). Το επίθετο ‘ἴδιος’ (και πιο σπάνια ‘οἰκεῖος’) πολλές φορές λειτουργεί ως αντωνυμία: τὸ ἴδιον θέλημα I.15.7, τῆς οἰκείας ἐνεργείας II.23.7, τοῦ ἰδίου λογισμοῦ IV.85.5, οἰκείᾳ […] γνώμῃ (XIV.18.3) κτλ. Η αυτοπαθητική αντωνυμία γ΄ ενικού ‘ἑαυτοῦ’ χρησιμοποιείται και σε α΄ και β΄ ενικού και πληθυντικού: Πότε ἔχω εὑρεῖν ἑαυτὸν ὥσπερ ἤμην ποτέ; VII.49.3-4, βιασώμεθα ἑαυτούς VII.48.5, ὀφείλεις ἑτοιμάσαι ἑαυτόν I.8.6, ἀσφαλίζετε οὖν ἑαυτούς V.40.18 κτλ.6, και σε μερικές περιπτώσεις ως κτητική αντωνυμία: τὴν ἑαυτῆς θέρμην Ι.12.4. Τα παραπάνω είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελληνιστικής κοινής (Browning 1995: 29-38, Caragounis 2004: 141150, Costas 1936: 66-68, Debrunner, Scherer 2010: 141-42). Στο κείμενο υπάρχουν παραδείγματα αττικής σύνταξης: ἅπερ ἐν τῇ ἁγίᾳ ἐκκλησίᾳ εὑρίσκεται Х.151.4, Τί ποιήσω ὅταν προσεγγίσῃ τὰ πάθη; Х.38.1-2, Ἐὰν γὰρ εἰσέλθῃ τὰ πάθη Х.38.16. Όμως: ἀληθινά εἰσιν XVIII.41.18, τρία πράγματά εἰσιν XVIII.42.1 κτλ. Στην πρόταση Οὕτως καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁ καλῶς πιστεύων καὶ δεχόμενος τὰς δύο διαθήκας – ἅπερ ἐν τῇ ἁγίᾳ ἐκκλησίᾳ εὑρίσκεται, ἐν δὲ ταῖς αἱρέσεσιν διαφόρως ἐγκαταλείπει X.151.3-4, το έναρθρο ουσιαστικό τὰς διαθήκας, σε θηλυκό γένος, συντάσσεται με την αναφορική αντωνυμία ἅπερ, σε ουδέτερο γένος. Παρόμοια σύνταξη απαντά και σε κλασικούς συγγραφείς, όταν το ουσιαστικό δηλώνει άψυχο ον (Jannaris 1897: 315). 3. Σύνταξη των ρημάτων Την εποχή της κοινής υπήρχαν τρεις τρόποι έκφρασης του μέλλοντα: με κανονικούς μελλοντικούς τύπους, με οριστική ενεστώτα και με περιφραστικό τρόπο (Μπαμπινιώτης 2002: 137-138, Browning 1995: 32-35, Costas 1936: 68). Όλοι τους απαντούν μέσα στο κείμενο: α) Κανονική χρήση του μέλλοντα: εὐαρεστήσω I.1.2, ἔξει V.8.4, ὠφεληθήσεται V.8.5, καταλείψει VII.8.3, ἐσόμεθα X.48.4, μακαρίσω X.51.20. β) Οριστική ενεστώτα με τη σημασία του μέλλοντα (praesens pro futuro). Παρόμοια χρήση υπήρχε και σε κλασικούς συγγραφείς (Γρηγορόπουλος 2004, 412413), όπως και στην ΚΔ – Μτ. κζ΄ 63 κ.α. Εκφράζει την πεποίθηση ότι μια πράξη οπωσδήποτε θα συμβεί: τὰ τρία ταῦτα φύλαξον καὶ σώζῃ I.1.6, ἐγὼ φέρω σοι – «εγώ θα σου φέρω» VI.8.11, Ἐγὼ πάντως φροντίζω – «οπωσδήποτε θα φροντίσω» VI.8.19, φεῦγε τοὺς ἀνθρώπους καὶ σιώπα καὶ σῴζῃ XX.13.16. Υπάρχει όμως κάποια σύγχυση στη χρήση των δύο αυτών τύπων, πβ. Εἴ τι θέλει ὁ ἀδελφός μου ἐκεῖνο ποιῶ XVII.33.3 (ΕΝΕΣΤ) και Τὸ θέλημα τοῦ ἀδελφοῦ μου ποιήσω (ΜΕΛΛ) XVII.33.4-5. Παράλληλα, χρησιμοποιούνται και οι παλαιοί τύποι της αυτοπαθητικής αντωνυμίας του α΄ και του β΄ ενικού και πληθυντικού: ἐξ ἐμαυτοῦ II.15.13, ἔρριψα ἐμαυτόν IX.14.4, ἑτοίμασον σεαυτόν VIII.23.2, ἔχε σεαυτόν X.19.2, σεαυτῷ III.5.15, IV.68.5; V.27.8 κτλ. 6

γ) Με περιφράσεις, όπως ‘ἔχω’ + απαρέμφατο, ‘θέλω’ + απαρέμφατο και ‘μέλλω’ + απαρέμφατο: εἰς πορνείαν ἔχεις ἐμπεσεῖν V.40.5, ἡ ψυχή, ὅταν πολλὰ θέλῃ διαλέγεσθαι II.12.3, εἰς κόλασιν αἰώνιον μέλλομεν ὑπάγειν V.39.4-5 (πβ. Ι.15.2, ΙΙΙ.15.1 κ.ά., στο Λκ. ζ΄ 2: ἤμελλε τελευτᾶν). Μερικές φορές ο μέλλοντας εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους σε δύο συνεχόμενες προτάσεις: Ἐλογίσατο δὲ ὁ εἷς ὅτι· Εἴ τι θέλει ὁ ἀδελφός μου ἐκεῖνο ποιῶ (ΕΝΕΣΤ)· ὁμοίως δὲ καὶ ὁ ἄλλος ἐλογίσατο ὅτι· Τὸ θέλημα τοῦ ἀδελφοῦ μου ποιήσω (ΜΕΛΛ) XVII.33.2-5, ακόμη δε και στην ίδια πρόταση: Τί θέλετέ μοι δοῦναι (ΠΕΡΙΦΡ), καὶ καταβάλλω (ΕΝΕΣΤ) τὸν ἀναχωρητὴν ὑμῶν; «Τι θα μου δώσετε και θα καταβάλω (ή: για να καταβάλω) τον αναχωρητή σας;» V.42-4-5. Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι η πρόταση Ἄρτι ἔχω ἐᾶσαι (ΠΕΡΙΦΡ) τὸ ἐργόχειρόν μου καὶ ἀπελθεῖν· τελειώσω (ΜΕΛΛ) πρῶτον τὸ ἔργον μου καὶ οὕτως ἀπέρχομαι (ΕΝΕΣΤ) «Θα αφήσω τώρα ακριβώς το εργόχειρό μου, για να πάω; Θα τελειώσω πρώτα τη δουλειά μου, και ύστερα θα πάω»7 X.177.8, στην οποία χρησιμοποιήθηκαν και οι τρεις προαναφερόμενοι τρόποι σχηματισμού του μέλλοντα: (α) τελειώσω, (β) ἀπέρχομαι και (γ) ἔχω ἐᾶσαι. Στο παραπάνω παράδειγμα – Τί θέλετέ μοι δοῦναι, καὶ καταβάλλω τὸν ἀναχωρητὴν ὑμῶν; ο σύνδεσμος ‘καί’ με την επακόλουθη χρήση της οριστικής λειτουργεί για να δηλώσει τον σκοπό – κάτι όχι τόσο χαρακτηριστικό για τα αρχαία ελληνικά, αλλά ίσως συνηθισμένο για την ομιλούμενη γλώσσα του 4ου–6ου μ.Χ. αιώνα. Στα αρχαία (και την αρχαΐζουσα) εδώ θα είχαμε, ίσως, μετοχή ή τον τελικό σύνδεσμο ‘ἵνα’ με υποτακτική του αορίστου, οπότε (στη δεύτερη περίπτωση) η παρατακτική σύνδεση θα μεταμορφωνόταν σε υποτακτική με κύρια πρόταση Τί θέλετέ μοι δοῦναι και δευτερεύουσα τελική ἵνα καταβάλω τὸν ἀναχωρητὴν ὑμῶν. Στην ουσία, η προτίμηση για τη χρήση μερικών αυτοτελών προτάσεων που συνδέονται κυρίως με τον σύνδεσμο ‘καί’ (παράταξη), και όχι δύο ή περισσότερων εξαρτημένων που αναπτύσσονται γύρω από μια κύρια (υπόταξη) είναι άλλο ένα χαρακτηριστικό της ελληνιστικής κοινής (Costas 1936: 67, Horrocks 2010β: 461-463). Η τάση αυτή, προφανώς ενισχυμένη από την επίδραση της δημώδους γλώσσας, οδηγεί στον εκτοπισμό των παλιών μετοχικών δομών από το ‘ἵνα’ + υποτακτική και το ‘καί’ ως παρατακτικό σύνδεσμο με οριστική, με την πρώτη επιλογή να φαίνεται κάπως λογιότερη από τη δεύτερη (πβ. ΚΝΕ ‘μπορώ να διαβάζω’ και ‘μπορώ και διαβάζω’). Στην πραγματικότητα, η χρήση των απαρεμφάτων και των μετοχών στο κείμενο (όπως και γενικά στην κοινή) παρουσιάζει δύο όψεις. Από τη μια μεριά στις δευτερεύουσες προτάσεις η χρήση τους περιορίζεται και παρατηρείται η τάση προς αναλυτικότητα της έκφρασης του απαρεμφάτου και των μετοχών (συχνά με ‘ἵνα’ + υποτακτική και ‘ὅτι’ + οριστική), και από την άλλη εμφανίζονται συχνά ως ονοματικοί (έναρθροι) τύποι. Η αντίφαση αυτή εξηγείται με το γεγονός ότι το πρώτο φαινόμενο παρουσιάζεται στη μεταγενέστερη δημώδη γλώσσα, ενώ το δεύτερο αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του κυρίως λογοτεχνικού ύφους (Χαραλαμπάκης 2010: 101, πβ. Browning 1995: 45, 63, Costas 1936: 68, Horrocks 2010β: 461-463). Μέσα στα Αποφθέγματα πολλές φορές απαντά έναρθρο απαρέμφατο, π.χ. τὸ εἰς Θεὸν πιστεύειν (αντί ‘ἡ πίστις’), καὶ τὸ ἐπιποθεῖν τὸν Θεὸν ἀδιαλείπτως […] καὶ τὸ μὴ ἀνταποδοῦναι κακὸν ἀντὶ κακοῦ […] καὶ τὸ συνεχῶς παρακαλεῖν τὸν Θεὸν […] καὶ τὸ προσέχειν (αντί ‘ἡ προσοχή’) εἰς τὰ ἐπερχόμενα, καὶ τὸ μὴ πεποιθέναι ἐπὶ τῇ ἀγαθοεργίᾳ ἑαυτοῦ […] καὶ τὸ παρακαλεῖν (αντί ‘ἡ παράκλησις’) τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ I.7.2-13, ὁ κόπος καὶ ἡ πτωχεία καὶ ἡ ξενιτεία καὶ τὸ ἀνδρίζεσθαι (αντί ‘ἡ Ή: «Να αφήσω τώρα ακριβώς το εργόχειρό μου και να πάω; Ας τελειώσω πρώτα τη δουλειά μου, και ύστερα θα πάω». 7

ἀνδρεία’) καὶ ἡ σιωπή I.9.1-2, τὴν ἀκτημοσύνην, καὶ τὴν ἄσκησιν, καὶ τὸ φεύγειν τοὺς ἀνθρώπους (αντί ‘ἡ φυγὴ τῶν ἀνθρώπων’) Ι.12.2-3. Παραδείγματα αντικατάστασης των απαρεμφατικών δομών με το ‘ἵνα’ + υποτακτική: ζητεῖ γὰρ τὸ σῶμα τὴν ὑγείαν ἵνα ἐκνεύσῃ τοῦ Θεοῦ III.9.6-7, Δός μοι ὀλίγα λινάρια ἵνα ποιήσω λέντιον VI.8.9, Κέλευσον ἵνα κἀγὼ βρέξω ἐμαυτῷ VII.14.10-11, Οὐκ ἐτόλμησα ἐξυπνίσαι σε ἵνα μή σε σιάνω (sic) VII.52.21 (η σύνταξη είναι σχεδόν όπως στα νεοελληνικά), καθώς και των μετοχικών δομών με το ‘ὅτι’ + οριστική: Μίσησον πάντα τὰ ἐν τῷ κόσμῳ καὶ τὴν ἀνάπαυσιν τοῦ σώματος ὅτι ταῦτά σε ἐποίησαν ἐχθρὸν τοῦ Θεοῦ I.10.1-3, ἤκουσα ὅτι ἠρώτησέ τις τῶν πατέρων τὸν ἀββᾶ Νισθερῶ Ι.18.3-4, Ὁρῶμεν τὸν Δανιὴλ ὅτι οὐχ ηὕρηται κατ’ αὐτοῦ κατηγορία Ι.22.2-3. 4. Τα Ἀποφθέγματα – λεξιλόγιο Όλες οι λέξεις που περιλαμβάνονται στο ευρετήριο είναι περίπου 4.100 (στην ΚΔ: 4.900)8. Το λεξιλόγιο των Αποφθεγμάτων διαμορφώθηκε με βάση τις εξής πηγές:  Αρχαία ελληνικά (ΑΕ) – εδώ περιλαμβάνονται λέξεις μαρτυρημένες στην αρχαϊκή (8ο–6ο αι. π. Χ.) και την κλασική (5ο–4ο αι. π. Χ.) περίοδο. Είναι περίπου 80 % όλων των λέξεων.  Ελληνιστική κοινή (ΕΚ) – λέξεις που προέρχονται από την ελληνιστική (3ο– 1ο αι. π. Χ.) και την αυτοκρατορική (1ο–4ο/6ο αι. μ. Χ.) περίοδο (μεταγενέστερες).  Η γλώσσα της Εκκλησίας, ειδικά της Αγίας Γραφής – περιλαμβάνει τόσο λέξεις που προέρχονται από ΑΕ και ΕΚ και εμφανίζονται μέσα στο κείμενο με καινούργια σημασία, όσο και καινούργιες λέξεις (νεολογισμοί).  Μοναστική ορολογία – περιλαμβάνει τόσο λέξεις που προέρχονται από ΑΕ και ΕΚ και εμφανίζονται μέσα στο κείμενο με καινούργια σημασία, όσο και καινούργιες λέξεις (νεολογισμοί).  Δανεισμοί από άλλες γλώσσες. Στη συνέχεια θα γίνει σύντομη αναφορά σε καθεμία από τις κατηγορίες αυτές και θα παρατεθούν ορισμένα παραδείγματα. Από την πρώτη κατηγορία (ΑΕ) παρατίθενται μόνο οι λέξεις με αλλαγή στη σημασία τους. 4.1. Λέξεις της ΑΕ με καινούργια σημασία: Λέξη:

Αρχική σημασία:

Καινούργια σημασία:

ἀδολεσχῶ (-έω)

φλυαρώ

ασχολούμαι επίμονα με κάτι, μελετώ

ἀπόκρισις, ἡ

απάντηση

αποστολή

βαστάζω

σηκώνω, κρατώ ψηλά

αντέχω, υπομένω

δημοσιεύω

κηρύσσω κάτι ως περιουσία του δημοσίου

ανακοινώνω

Σύμφωνα με το σημείωμα του εκδότη, στο ευρετήριο δεν περιλαμβάνονται οι λειτουργικές λέξεις, τα πιο συχνά επιρρήματα όπως: ἀεί, ἅμα, ἄνω, δεῦτε, δεῦρο, εἶτα, ἰδού, κάτω, μόνον, νῦν, οὕτως, πάλιν, πάντοτε, ποῦ, πῶς, τάχα κτλ., τα επίθετα ἄλλος, ἅπας, ἕτερος, μόνος, πᾶς, πολύς, καθώς και τα απόλυτα αριθμητικά, τα ουσιαστικά ἀββᾶ(ς), ἀδελφός, ἀμμᾶ(ς), ἄνθρωπος, γέρων, θεός, πατήρ, τα πιο συνηθισμένα ρήματα: ἀποκρίνω, γίγνομαι, δεῖ, εἶμι, εἰμί, ἔνειμι, ἔρχομαι, ἐρωτάω, ἔχω, λαμβάνω, λέγω (εἶπον), ποιέω, φημί, χρή. 8

ἔξοδος, ἡ

έξοδος, επίσημη πομπή, δαπάνη

το τέρμα της ζωής, θάνατος (σε όλες τις περιπτώσεις)

ἰδιωτεία, ἡ

ιδιωτικός βίος, ιδιωτική ενασχόληση

βαριάς μορφής διανοητική ανεπάρκεια, ιδιωτεία

ὀνόματα, τά

ονόματα

άτομα

παράκλησις, ἡ

(πρόσ)κλήση, παρακίνηση

σιδηροφορῶ (-έω)

οπλοφορώ

είμαι δεμένος με χειροπέδες

χάραγμα, τό

ό,τι είναι χαραγμένο, τυπωμένο, σήμα

νόμισμα

ικεσία,

παραμυθία, παρηγοριά

Πίνακας 1 | Λέξεις της ΑΕ με καινούργια σημασία.

4.2. Η γλώσσα της Εκκλησίας: • Λέξεις κληρονομημένες από ΑΕ: ἄγγελος, ἅγιος, ἀείμνηστος, αἵρεσις, αἱρετικός, ἀνάστασις, ἀπόκρυφα, ἀπόστολος, ἀφορίζω, Γραφή (= Αγία Γραφή), δεσπότης, διάβολος, διάκονος, εἴδωλον, ἐκκλησία, ἐπίσκοπος, εὐαγγέλιον, κτλ. • Λέξεις κληρονομημένες από ΕΚ (εν μέρει μέσω της μετάφρασης των Ο΄): ἀγγελικός, ἀνάθεμα, ἀποκάλυψις, διαβολικός, ἐθνικός, ἐξαγόρευσις (= εξομολόγηση των λογισμών σε γέροντα), ἐπισκοπή, κληρικός, Κυριακή, λιτανεία, λαϊκός, πατριάρχης, κτλ. • Καινούργιες λέξεις (νεολογισμοί): ἀποταξία (ανυπακοή), ἀρχάγγελος, ἀρχιεπίσκοπος, βάπτισμα, δαιμονιώδης, εἰδωλολατρῶ (-έω), εὐαγγελικός, καρδιογνώστης, μανιχαῖος, ὁμολογητής, ὀρθόδοξος, πνευματικῶς, προσκομιδή, σαλότης, τρισάγιον, ταπεινολογῶ (-έω), τροπάριον, ὑψηλοφροσύνη, φιλαδελφῶ (-έω), φώτισμα, χριστιανός, κτλ. 4.3. Μοναστική ορολογία – λέξεις της ΑΕ με καινούργια σημασία: Λέξη:

Αρχική σημασία:

Καινούργια σημασία:

ἀγρυπνία, ἡ

η κατάσταση του αγρύπνου

ολονύκτια μοναχική ακολουθία

ἀγωνιστής, ὁ

αγωνιζόμενος σε αθλητικό αγώνα

ο αγωνιζόμενος κατά των παθών και του Διαβόλου

ἀδελφός, ὁ

σαρκικός αδελφός

μοναχός

ἄσκησις, ἡ

εξάσκηση, εκγύμναση

ασκητισμός

ἀψήφιστος

ο μη ψηφίσας

ταπεινός, τό ἀψήφιστον – η ταπεινοφροσύνη

βιωτικός

κατάλληλος για τη ζωή

(ουσ.) κοσμικός, ο μη μοναχός

γέρων, ὁ

γέρος

γέροντας (= ἀββᾶς, όχι τόσο για μεγάλους κατά ηλικία αλλά για μεγάλους κατά πνεύμα μοναχούς)

διάκρισις, ἡ

χωρισμός, απόφαση

η ικανότητα του μοναχού να διακρίνει το θέλημα του Θεού από τους πειρασμούς

κοσμικός, ὁ

ο ανήκων εγκόσμιος

σχήμα, τό

σχήμα, μορφή

στον

κόσμο,

ο μη μοναχός, λαϊκός το σχήμα των μοναχών

Πίνακας 2 | Μοναστική ορολογία – λέξεις της ΑΕ με καινούργια σημασία.

4.4. Μοναστική ορολογία – λέξεις της ΕΚ με καινούργια σημασία: Λέξη:

Αρχική σημασία:

Καινούργια σημασία:

ἀγάπη, ἡ

αγάπη

ελεημοσύνη, χάρη (παροχή υπηρεσίας από εύνοια), πχ ποίησον ἀγάπην – κάνε αγάπη

κάθισμα, τό

έπιπλο όπου καθόμαστε

μικρό κελλί μοναχού

κοινόβιον, τό

κοινή ζωή

κοινοβιακό μοναστήρι

μονή, ἡ

το να μένει κανείς κάπου, κατοικία

μοναστήρι

σύναξις, ἡ

συναγωγή, συγκέντρωση

μοναχική ακολουθία που γίνεται δημόσια ή κατ’ ιδίαν

Πίνακας 3 | Μοναστική ορολογία – λέξεις της κοινής με καινούργια σημασία.

4.4. Μοναστική ορολογία – καινούργιες λέξεις (νεολογισμοί): • ἀνάλαβος, ὁ – ανάλαβος, μέρος της μοναχικής ενδυμασίας • ἀναχωρητής, ὁ • ἀρχιμανδρίτης, ὁ • ἀργολογία, ἡ – άχρηστη φλυαρία • ἀσκητήριον, τό – τόπος όπου ζουν ασκητές, ερημητήριο • διακονητής, ὁ – κοσμικός ο οποίος διακονεί κάποιο μοναχό • ἔγκλειστος – περιορισμένος σε κλειστό χώρο ασκητής • ἐργόχειρον, τό – χειροτέχνημα μοναχού • ἐρημίτης, ὁ • Εὐχῆται, οἱ – αιρετικοί, ιδίως μοναχοί, που προσέδιδαν υπερβολικά μεγάλη σημασία στην προσευχή, παραμελώντας τις υπόλοιπες όψεις του μοναχικού βίου • κανονική, ἡ – μοναχή, καλόγρια • κακόγηρος, ὁ ≠ καλόγηρος • κοινοβιάρχης, ὁ – ο ιδρυτής (κτήτωρ) ή ο ηγούμενος κοινοβιακής μονής 4.5 Άπαξ λεγόμενα: • ἀναβολίδιον, τό (v.l. ἀναβολίδιν) – Γεροντικόν, Δημητράκος: «ντουρβάς», Guy: «panier» • ἀναιρέτρια, ἡ = ἀναιρέτις στα ΑΕ • αὐλίδριον, τό (v.l. αὐλύδριον) = αὐλίδιον (μικρή αυλή) • καλλιγραφίον, τό (sic) = καλλιγραφία (falsa lectio?)

• μαννάδιν, τό – (μεγάλο) καλάθι • μονοκελλίον, τό (v.l. μονοκέλλιον) – Guy: «une cellule», Montanari: «ατομικό κελλί», Sophocles: «separate cell, not in the immediate vicinity of other cells» • παμμαχάριος, ὁ – παγκρατιαστής • παρόλκιν, τό < παρόλκιον < πάρολκος – σχοινί ρυμούλκησης (πλοίων) • προσχρονῶ = προσμένω στα ΑΕ • πυγμάζω = πυγμαχέω στα ΑΕ • σαλότης, ἡ – η ιδιότητα του σαλού, Lampe: «imbecility, foolishness» • σαμβυκίζω – παίζω σαμβύκη (έγχορδο μουσικό όργανο των Εβραίων) • σισόγριν, τό – μάνταλο • σποδόδερμος – μελανόδερμος • συγγεμῶ (v.l. συγγεμίζω) – γεμίζω μαζί με κάποιον άλλο, φορτώνω ζώο μαζί με άλλο • συγκερασμός, ὁ = συγκεραστόν, τό – κρασί αναμιγμένο με νερό • συναββᾶ(ς), ὁ = σύν + αββᾶ(ς) • συναλισμός, ὁ < συναλίζομαι – συνοίκηση • συνεκκρεμάννυμι = σύν + ἐκκρεμάννυμι • τρωγλωτός – τρυπημένος, τρύπιος • χαλκόσπλαγχνος – σκληρόκαρδος, άσπλαχνος 4.6. Άλλες σπάνιες λέξεις: • • • • • • • • • • • • •

ἀναψυκτήριον, τό = ἀναψυκτήρ, ὁ ἀρτοθέσιον, τό = ἀρτοθήκη βαρυαχθέω – Δημητράκος: «αἰσθάνομαι βαρὺ ἄχθος, καταπόνησιν» ἐμβρίμιν, τό (v.l. ἐμβρίμιν) – (μικρό) μαξιλάρι ἔνφοβος = ἔντρομος καλαμωμένη , ἡ < καλαμάομαι (καλαμόω) – γυναίκα που μαζεύει καλάμια καταρτίδιον, τό < κατάρτιον – μικρό κατάρτι κελεφός, ὁ – λεπρός κόσσος, ὁ – κόλαφος, ράπισμα, χαστούκι κουσσούλιον, τό – είδος ρούχου λεπτολάχανον , τό – μικρό, λεπτό λάχανο ὀλοκοτίνιν, τό = χρύσινος – χρυσό νόμισμα πανέρημος , ἡ – το βαθύτερο μέρος της ερήμου

4.7. Δανεισμοί από άλλες γλώσσες: • Σημιτισμοί – ἀββᾶ(ς), ἀμμᾶ(ς) (αραμ. πατέρας, μητέρα), ἀλληλούϊα (εβρ.), ἀμήν (εβρ.), γέεννα (εβρ.), κιννύρα (εβρ.) – έγχορδο μουσικό όργανο, Πάσχα, σάββατον, σατανᾶς, Σεραφ(ε)ίμ, Φαρισαῖος, Χερουβ(ε)ίμ. Εβραϊσμοί είναι επίσης ο αρχαίος χαιρετισμός των χριστιανών εἰρήνη σοι και η ένορκη διαβεβαίωση ζῇ Κύριος, δηλαδή «ορκίζομαι στον Κύριο». Η μόνη λέξη περσικής προέλευσης φαίνεται να είναι η λέξη παράδεισος. • Λατινισμοί: βάκλιον < baculum, γούλα < gula, κάστρον < castrum, κέλλα και κελλίον < cella, κολλήγιον < collegium, κολόβιον < colobium (μάλλον είναι αντιδάνειο, πβ. ελλ. κολοβός), κονδῖτον < (vinum) conditum, κουκούλιον < cucullus,

μακελλάριον < macellarius, μίλιον < milia, παλάτιον < palatium, πόρτα < porta, σίτλα < situla, στάβλος < stabulum, στράτα < strata (sc. via). • Κοπτικής προέλευσης: ἀθήρα (=ἀθάρη) – χονδροαλεσμένος σίτος, βαϊνός και βαΐον (< βάϊς < копт. bai) – βαγιόκλαδο, μάτιν (v.l. σε διάφορα χφφ μαΐτιον, μαίτην, μαΐτιν) – μονάδα μέτρησης, Φαρανίτης – κάτοικος της περιοχής Φαράν της Αιγύπτου. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί η χρήση δύο διαφορετικών λέξεων, η μία από ΑΕ, η άλλη από ΕΚ για τη δήλωση του ίδιου πράγματος: *ψωμί(ο)ν και ἄρτος (μερικές φορές χρησιμοποιούνται εναλλάξ στην ίδια ιστορία, π.χ. XIII.15), θυρίς και θυρίδιν, θύρα και πόρτα, ὁδός και στράτα, κτλ., καθώς και δύο τύπων της ίδιας λέξης: ἐμβρίμιν και ἐμβρίμιον, θυρίδιν και θυρίδιον, ὀλοκοτίνιν και ὀλοκότινον, κτλ. 5. Επίλογος – συμπεράσματα Η γλώσσα των Αποφθεγμάτων είναι ενδιαφέρουσα κυρίως για το γεγονός ότι το κείμενο συντάχθηκε στη λεγόμενη ύστερη κοινή και, ως εκ τούτου, είναι αντιπροσωπευτικό για όλες τις βασικές γλωσσικές αλλαγές που συνέβησαν αυτή την περίοδο. Οι αλλαγές αυτές επηρέασαν την ελληνική γλώσσα σχεδόν σε όλα τα επίπεδά της και επέφεραν τη μετατροπή των αρχαίων ελληνικών σε αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως ΚΝΕ. Λόγω της ιστορίας της δημιουργίας του και της σχέσης του με την ομιλούμενη γλώσσα, το Γεροντικό μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο οδηγό για τις αλλαγές που επήλθαν κατά την πορεία της δημιουργίας της σύγχρονης ελληνικής γλώσσας. Παρόλα αυτά, δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η γλώσσα των Αποφθεγμάτων αναπαριστά με ακρίβεια την κατάσταση της ομιλούμενης ελληνικής την εποχή της συγγραφής τους. Στην προκειμένη περίπτωση μάλλον ισχύει αυτό που ο P. Costas είπε για τη λογοτεχνική κοινή: “[it] could be best described as a compromise between literary Attic and the popular language, the degree of compromise depending upon the education, and the nature of the work of each individual writer” (Costas 1936: 46-47). Όπως και σε άλλα συλλογικά έργα, τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν διαφέρουν ανάλογα με τις προτιμήσεις των εκάστοτε συγγραφέων. Άλλωστε, τα ελληνικά αυτής της περιόδου δεν αποτελούν ένα κοινώς αποδεκτό γλωσσικό πρότυπο με αυστηρά καθορισμένους κανόνες. Αντίθετα, επιτρέπει τη γλωσσική ποικιλία, παρέχοντας την ελευθερία της επιλογής του κάθε συγγραφέα, το οποίο δίνει αφορμή στους μελετητές να κάνουν λόγο για διαφορετικά στυλ (Horrocks 2010β: 466-467) ή διαφορετικά “linguistic registers” (Horsley 1989: 41) την περίοδο της ύστερης κοινής. Συνεπώς, και τα Αποφθέγματα, όπως και σχεδόν όλα ελληνικά κείμενα την εποχή του Μεσαίωνα (Browning 1995: 5), αποτελούν ενδιαφέρον μείγμα γλωσσικών τύπων που υιοθετήθηκαν από τον ζωντανό, εξελισσόμενο ομιλούμενο λόγο και συνάμα κληρονομήθηκαν από την πλούσια λόγια παρακαταθήκη, η οποία εξακολουθεί να ασκεί ισχυρή επιρροή στη βυζαντινή γραμματεία μέχρι το τέλος της. Βιβλιογραφία Browning, Robert. 1995 [1969]. Medieval and Modern Greek. Cambridge-New YorkMelbourne: Cambridge University Press. Caragounis, Chris C. 2004. The Development of Greek and the New Testament. Tübingen: Mohr Siebeck.

Costas, Procope S. 1936. An Outline of the History of the Greek Language with Particular Emphasis on the Koine and the Subsequent Periods. Chicago: The Ukrainian Academy of Sciences of America. Debrunner, A., and A. Scherer. 2010 [1997]. Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Τ. Β΄: Βασικά ζητήματα καί γνωρίσματα τῆς μετακλασικῆς ἑλληνικῆς. Θεσσαλονίκη: Aφοί Kυριακίδη. Horrocks, Geoffrey. 2010α [1997]. Greek: A History of the Language and its Speakers. Malden-Oxford-Chichester: Wiley-Blackwell. Horrocks, Geoffrey. 2010β [2001]. “Σύνταξη: από την κλασική ελληνική στην κοινή.” Στο Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης (επιμ.). Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, 457-467. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών / Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Horsley, Greg H. R. 1989. “Koine or Atticism – a Misleading Dichotomy.” In Linguistic Essays, 41-48. Vol. 2 of New Documents Illustrating Early Christianity, edited by F.I. Anderson, G.W. Clarke, J.A.L. Lee, K.L. McKay and T. Muraoka. North Ryde, N.S.W.: The Ancient History Documentary Research Centre, Macquarie University. Jannaris, Antonios N. 1897. An historical Greek grammar: chiefly of the Attic dialect as written and spoken from classical antiquity down to the present time, founded upon the ancient texts, inscriptions, papyri and present popular Greek. London: Macmillan Co.; New York. Lampe, G. W. H. 1961. A Patristic Greek Lexicon. Oxford: Clarendon; New York. Lee, John A. L. 2015. “The Sayings of the Desert Fathers: Their Evidence for Late Koine Greek.” Phronema, vol. 30(1):23-42. Les Apophtegmes 1993-2005: Les Apophtegmes des Pères. Collection systématique. Introduction, texte critique, traduction, et notes par Jean-Claude Guy. Tome I, Chapitres I-IX; tome II, Chapitres X-XVI; tome III, Chapitres XVII-XXI. Paris: Editions du Cerf. Montanari, Franco. 2013. Σύγχρονο Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας. Moulton, James Hope. 1908. A Grammar of New Testament Greek. Vol. 1. Prolegomena. Edinburgh: T. & T. Clark, 1908. Ray, John. 2010 [2001]. “Ελληνική, κοπτική και αιγυπτιακή.” Στο ΑναστάσιοςΦοίβος Χριστίδης (επιμ.). Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, 603-609. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών / Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Sophocles, E. A. 1914. Greek lexicon of the Roman and Byzantine periods (from B.C. 146 to A.D. 1100). Cambridge: Harvard University Press / London: Humphrey Milford, Oxford University Press, 1914. Γεροντικόν: Τὸ Μέγα Γεροντικόν. Τόμος Α΄ Θεσσαλονίκη, 2011 [1994]. Τόμος Β΄ Θεσσαλονίκη, 2011 [1995]. Τόμος Γ΄ Θεσσαλονίκη, 2009 [1997]. Τόμος Δ΄ Θεσσαλονίκη, 2014 [1999]. Γρηγορόπουλος, Δημήτριος. 2004. Η Σύνταξη του Αρχαίου Ελληνικού Λόγου (συστηματοποιημένη). Αθήνα: Έννοια. Δημητράκος, Δημήτριος. χ.χ. Μέγα Λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. 15 τόμοι, Ἀθῆναι: Δομή. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος. 2002 [1980]. Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα.

Παπαναστασίου, Γεώργιος Κ. 2010 [2001]. “Μορφολογία: Από την κλασική ελληνική στην κοινή.” Στο Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, 451-452. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών / Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Τσελίκας, Σ. 2012. “Ονομαστική και Κλητική.” Στο Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας. Τελευταία Ενημέρωση: 05 Ιούν 2012. Πρόσβαση: 09 Ιούλ 2016. http://www.greeklanguage.gr/greekLang/ancient_greek/tools/composition/page_011.html. Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος. 2010 [1999]. “Συντακτικές καινοτομίες της κοινής.” – Στο Μ. Ζ. Κοπιδάκης (επιμ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, 100-101. Αθήνα: ΜΙΕΤ.

Lihat lebih banyak...

Comentários

Copyright © 2017 DADOSPDF Inc.