Η απόφαση Carter v. Canada του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Καναδά, ΤοΣ 2015, 627-653

May 31, 2017 | Autor: Eirini Kyriakaki | Categoria: Health Law
Share Embed


Descrição do Produto

Η απόφαση Carter v. Canada του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου του Καναδά ΕΙΡΗΝΗ Ν. ΚΥΡΙΑΚΑΚΗ ∆ικηγόρος, ∆Ν (Freiburg i. Br)

Ι. Εισαγωγή Ο Καναδάς συγκαταλέγεται σε εκείνες τις έννομες τάξεις που απαγορεύουν την υποβοήθηση στον τερματισμό της ζωής. Η απαγόρευση ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 214 (b) και 14 του καναδικού Ποινικού Κώδικα. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 241(b) ορίζεται ότι όποιος βοηθάει ή υποκινεί/ενθαρρύνει ένα πρόσωπο στην τέλεση αυτοκτονίας διαπράττει έγκλημα που διώκεται κατ’ έγκληση. Παράλληλα, σύμφωνα με το άρθρο 14 κανένας δεν νομιμοποιείται να συναινέσει στον θάνατο που θα του επιβληθεί από άλλον και η συναίνεση δεν επηρεάζει την ποινική ευθύνη εκείνου που θα προκαλέσει τον θάνατο όποιου έχει δώσει συναίνεση. Στις 6 Φεβρουαρίου 2015 το Ανώτατο ∆ικαστήριο του Καναδά μετέβαλε τη στάση του στο ζήτημα της ιατρικώς υποβοηθούμενης αυτοκτονίας με την απόφαση Κάρτερ κατά Καναδά/Γενικού Εισαγγελέα (Carter v. Canada).1 Με αυτήν αποφασίστηκε ομόφωνα (9-0) ότι η απαγόρευση περιορίζει τα ατομικά δικαιώματα της ζωής, της ελευθερίας και της ασφάλειας του προσώπου και είναι ασύμβατη με τις αρχές της θεμελιώδους δικαιοσύνης. Προκειμένου να παρέχει στο κοινοβούλιο χρόνο να ανταποκριθεί στις επιταγές της νέας νομολογίας, το δικαστήριο ανέβαλε την έναρξη ισχύος της διακήρυξης περί αντισυνταγματικότητας της απαγόρευσης της υποβοήθησης στον τερματισμό της ζωής για δώδεκα μήνες. Η απόφαση έγινε δεκτή θετικά από πολλούς, διότι θα διευκόλυνε την αναγνώριση της ιατρικής υποβοήθησης στον τερματισμό της ζωής ως ιατρικής υπηρεσίας, ενώ θεωρήθηκε από άλλους ως δικαστικός ακτιβισμός. Στη συνέχεια θα γίνει μία σύντομη παρουσίαση του πραγματικού, σκεπτιSupreme Court of Canada, Carter v. Canada (Attorney General), 2015 SCC 5, Date: 20150206. 1

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

628

Ειρήνη Κυριακάκη

κού και διατακτικού της απόφασης και θα ακολουθήσει σύντομος σχολιασμός της. ΙΙ. Η απόφαση 1. Πραγματικά περιστατικά Το 2009 η κα Τ. διαγνώστηκε με μία μοιραία νευροεκφυλιστική ασθένεια, η οποία έβαινε συνεχώς επιδεινούμενη και είχε ως συνέπεια πόνους, την απώλεια της ικανότητας αυτοεξυπηρέτησής της και την αδυναμία συμμετοχής της στη ζωή. Η επιθυμία της για ιατρικώς υποβοηθούμενο τερματισμό της ζωής της προσέκρουε στην απαγόρευση του ποινικού κώδικα και στο γεγονός ότι δεν είχε τους οικονομικούς πόρους να ταξιδέψει στην Ελβετία, όπου είναι νόμιμη και διαθέσιμη η υποβοήθηση της αυτοκτονίας και σε μη μόνιμους κατοίκους. Αυτοί οι παράμετροι την έθεσαν ενώπιον του αμείλικτου διλήμματος ή να τερματίσει τη ζωή της όσο ήταν ακόμη σε θέση να το κάνει ή να απωλέσει την εξουσία να ασκήσει έλεγχο επί του τρόπου και του χρόνου του θανάτου της. Ακολούθως, προσέφυγε κατά της συνταγματικότητας των άρθρων του Ποινικού Κώδικα που απαγορεύουν την υποβοήθηση στον τερματισμό της ζωής. Μαζί της στρατεύθηκαν η κα C (Carter) και ο κ. J, οι οποίοι βοήθησαν τη μητέρα της κας C να εκπληρώσει την επιθυμία της να πεθάνει με αξιοπρέπεια, μεταφέροντάς τη σε μία κλινική υποβοηθούμενης αυτοκτονίας στην Ελβετία. Είχαν την άποψη ότι η μητέρα της κας C θα έπρεπε να μπορούσε να έχει πρόσβαση σε ιατρικώς υποβοηθούμενο τερματισμό της ζωής της στο σπίτι της, περιτριγυρισμένη από την οικογένεια και τους φίλους της, αντί να πρέπει να υποβληθεί στη δύσκολη και πολυέξοδη υπερατλαντική μεταφορά. Με αυτούς συνέπραξε ένας ιατρός που θα ήθελε να μπορεί να παρέχει ιατρική υποβοήθηση, αν έπαυε να ισχύει η απαγόρευση και η Ένωση για τις πολιτικές ελευθερίες της Βρετανικής Κολούμπια. Στη δίκη συμμετείχε ως διάδικο μέρος αυτοδίκαια ο Γενικός Εισαγγελέας της Βρετανικής Κολούμπια. Το ανώτατο δικαστήριο της Βρετανικής Κολούμπια έκρινε σε πρώτο βαθμό ότι η απαγόρευση της ιατρικής υποβοήθησης κατά τον τερματισμό της ζωής περιορίζει τα δικαιώματα του εδαφίου 7 του καναδικού Χάρτη ∆ικαιωμάτων και Ελευθεριών (εφεξής Χάρτης) κατά τρόπο που δεν είναι συμβατός με το εδάφιο 1 (Απρίλιος 2011). Το εφετείο της Βρετανικής Κολούμπια έκανε δεκτή κατά πλειοψηφία την έφεση της ομόσπονδης κυβέρ-

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

Η απόφαση Carter v. Canada του Α∆ του Καναδά

629

νησης, με την αιτιολογία ότι σε πρώτο βαθμό θα έπρεπε να ακολουθηθεί η παλαιότερη νομολογία του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία κατά πλειοψηφία διατηρήθηκε η απόλυτη απαγόρευση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας (Οκτώβριος 2013). Το Ανώτατο ∆ικαστήριο του Καναδά έλαβε υπόψη την εξέλιξη της νομολογίας σχετικά με την αρχή της προφανούς δυσαναλογίας και της υπέρβασης του σκοπού του νόμου και αποφάνθηκε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε νομιμοποίηση να αποστεί από την προηγούμενη νομολογία, διότι είχε ανακύψει το ζήτημα μίας διαφορετικής νομικής ερμηνείας του εδαφίου 7 του Χάρτη από αυτήν που είχε ακολουθηθεί στο παρελθόν. Επίσης, είχαν μεταβληθεί οι συνθήκες και τα δεδομένα, με αποτέλεσμα να διαφοροποιούνται και οι παράμετροι της συζήτησης. 2. Το σκεπτικό της απόφασης

2.1. Η συμβατότητα της απαγόρευσης με το δικαίωμα της ζωής Σύμφωνα με το εδάφιο 7 του Χάρτη, καθένας έχει δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία και την ασφάλεια του ατόμου και δεν επιτρέπεται να τα αποστερείται, παρά μόνο σύμφωνα με τις αρχές της θεμελιώδους (fundamental) δικαιοσύνης. Υπό το πρίσμα ότι το δικαίωμα στη ζωή προσβάλλεται, όταν με νόμο ή κρατική πράξη επιβάλλεται ο θάνατος ή ο αυξημένος κίνδυνος θανάτου σε ένα άτομο, άμεσα ή έμμεσα, το ανώτατο δικαστήριο δέχτηκε ότι η απαγόρευση του ιατρικώς υποβοηθούμενου τερματισμού της ζωής αποστερεί κάποια άτομα από τη ζωή. ∆εδομένου ότι δεν προβλήθηκε κάποιο αντεπιχείρημα, το δικαστήριο δεν είχε έναυσμα να αμφισβητήσει ότι η απαγόρευση έχει ως συνέπεια ότι τα άτομα που πλήττονται από την απαγόρευση, εξαναγκάζονται να αφαιρέσουν τη ζωή τους πρόωρα, από φόβο ότι δεν θα είναι σε θέση να το κάνουν, όταν οι πόνοι γίνουν αφόρητοι. ∆εν δέχτηκε, αντίθετα, ότι η υπαρξιακή διαμόρφωση του δικαιώματος της ζωής απαιτεί μία απόλυτη απαγόρευση του υποβοηθούμενου τερματισμού ζωής ή ότι τα άτομα δεν μπορούν να απέχουν από το δικαίωμα στη ζωή. Αυτό θα κατέληγε σε ένα καθήκον ζωής και θα έθετε υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα κάθε συναίνεσης στην απόσυρση ή άρνησης θεραπείας που παρατείνει τη ζωή. Η ιερότητα της ζωής είναι μία από τις θεμελιώδεις κοινωνικές αξίες και το εδάφιο 7 βασίζεται σε έναν βαθύ σεβασμό για την αξία της ανθρώπινης ζωής. Παράλληλα όμως ενσωματώνει τη ζωή, την

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

630

Ειρήνη Κυριακάκη

ελευθερία και την ασφάλεια του προσώπου κατά το πέρασμα του στον θάνατο. Για τον λόγο αυτό η ιερότητα της ζωής δεν νοείται πλέον ως απαίτηση να διατηρείται η ανθρώπινη ζωή με κάθε κόστος και το δίκαιο αναγνωρίζει ότι σε κάποιες περιπτώσεις πρέπει να γίνεται σεβαστή η όποια επιλογή του ατόμου αναφορικά με το τέλος της ζωής. Την επιλογή αυτή δέχεται και το Ανώτατο ∆ικαστήριο.

2.2. Η συμβατότητα της απαγόρευσης του ιατρικώς υποβοηθούμενου τερματισμού της ζωής με το δικαίωμα της ελευθερίας και της ασφάλειας του ατόμου Περαιτέρω, το Ανώτατο ∆ικαστήριο επεσήμανε ότι το άρθρο 7 αναγνωρίζει την αξία της ζωής, αλλά επίσης εκτιμά ότι η αυτονομία και η αξιοπρέπεια παίζουν έναν ρόλο στο τέλος της ζωής. Συνεπώς συμπέρανε ότι τα άρθρα 241(b) και 14 Ποινικού Κώδικα, στον βαθμό που απαγορεύουν τον ιατρικώς υποβοηθούμενο τερματισμό της ζωής για ικανούς ενηλίκους που επιζητούν τέτοια υποβοήθηση, συνεπεία μίας σοβαρής και ανίατης ιατρικής κατάστασης που προκαλεί διαρκείς και αφόρητους πόνους, παραβιάζουν τα δικαιώματα της ελευθερίας και της ασφάλειας του προσώπου. Αφενός, η ελευθερία προστατεύει το δικαίωμα του ατόμου να λαμβάνει θεμελιώδεις προσωπικές αποφάσεις, ελεύθερο από κρατικές παρεμβάσεις. Αφετέρου, η ασφάλεια του ατόμου καλύπτει μία αντίληψη της προσωπικής αυτονομίας που περιλαμβάνει τον έλεγχο επί της σωματικής ακεραιότητας, επίσης χωρίς κρατικές παρεμβάσεις, πλήττεται δε από την κρατική παρέμβαση στην ατομική φυσική ή ψυχική ακεραιότητα, περιλαμβανομένης κάθε κρατικής ενέργειας που προκαλεί σωματική βλάβη ή σοβαρό ψυχολογικό πόνο. Το Ανώτατο ∆ικαστήριο συμφώνησε με την πρωτόδικη απόφαση ότι η απαγόρευση του ιατρικώς υποβοηθούμενου τερματισμού της ζωής περιόρισε το δικαίωμα της κας Τ σε ελευθερία και ασφάλεια του ατόμου, διότι της στέρησε τη δυνατότητα λήψης μίας θεμελιωδώς σημαντικής προσωπικής ιατρικής απόφασης. Συνεπεία αυτού επισημάνθηκε ότι η κα Τ επιβαρύνθηκε με πόνο και ψυχολογικό άγχος και αδυνατούσε να ασκήσει τον έλεγχο επί της σωματικής της ακεραιότητας. Η αντίδραση του ατόμου σε μια σοβαρή και ανίατη ιατρική κατάσταση είναι κρίσιμο ζήτημα για την αξιοπρέπεια και την αυτονομία του. Ο νόμος επιτρέπει στους ανθρώπους σε αυτήν την κατάσταση να ζητήσουν ανακουφιστική/παρηγορητική νάρκωση, άρνηση της τεχνητής τροφής και τροφοδοσίας με νερό ή την αξίωση της απομάκρυνσης ιατρικού εξοπλισμού που παρατείνει τη ζωή, αρνείται όμως το δικαίωμα να ζητήσουν ιατρική υποβοήθηση για τον τερματισμό ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

Η απόφαση Carter v. Canada του Α∆ του Καναδά

631

της ζωής. Αυτό προσβάλλει το δικαίωμά τους να λάβουν αποφάσεις σχετικές με τη σωματική τους ακεραιότητα και την ιατρική τους περίθαλψη κι έτσι περιορίζει την ελευθερία τους. Αφήνοντας ανθρώπους, όπως η κα Τ, να υπομένουν αφόρητους πόνους, θίγει την ασφάλεια του προσώπου. Το δικαστήριο κατέγραψε την επί μακρόν προστασία που παρέχει ο νόμος στη λήψη ιατρικών αποφάσεων, ενδυναμώνοντας το δικαίωμα του καθενός να αποφασίζει τη μοίρα του και στον τομέα της ιατρικής περίθαλψης. Πρόκειται για την αρχή της συναίνεσης κατόπιν ενημέρωσης που κατοχυρώνεται στο εδάφιο 7 και προστατεύει την ελευθερία και την ασφάλεια του ατόμου. Το δικαίωμα του ιατρικού αυτοπροσδιορισμού δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι απόρροια της άσκησής του μπορεί να είναι σοβαροί κίνδυνοι ή συνέπειες ή ακόμη και ο θάνατος. Η ίδια αρχή είναι που διέπει και το δικαίωμα της άρνησης συναίνεσης σε μία ιατρική θεραπεία ή της απαίτησης να διακοπεί ή να ανακληθεί αυτή. Το Ανώτατο ∆ικαστήριο κατέληξε, όπως και η πρωτόδικη απόφαση, ότι η απειλή της ποινικής κύρωσης περιορίζει επίσης την ελευθερία των συγγενών που συνέπραξαν στη μεταφορά της Κay Carter στην Ελβετία. Ωστόσο αυτός ο προσωπικός περιορισμός δεν βρέθηκε στο επίκεντρο του επιχειρήματος που προβλήθηκε στη δίκη, ούτε και αυτοί επεδίωξαν προσωπική αποκατάσταση ενώπιον του δικαστηρίου. Κατά συνέπεια το Ανώτατο ∆ικαστήριο εστίασε την ενασχόλησή του στα δικαιώματα αυτών που επιζητούν υποβοήθηση κατά τον τερματισμό της ζωής και όχι αυτών που προσφέρουν την υποβοήθηση αυτή.

2.3. Η συμβατότητα της απαγόρευσης με τις αρχές της θεμελιώδους δικαιοσύνης Συμπερασματικά, το Ανώτατο ∆ικαστήριο έκρινε ότι, απαγορεύοντας τον ιατρικώς υποβοηθούμενο τερματισμό της ζωής σε ικανά προς συναίνεση άτομα που τον επιζητούν λόγω βαριάς και ανίατης ιατρικής κατάστασης που προκαλεί διαρκείς και δυσβάσταχτους πόνους, τα άρθρα 241(b) και 14 Ποινικού Κώδικα αποστερούν τα άτομα αυτά από τα δικαιώματα στη ζωή, την ελευθερία και την ασφάλεια που κατοχυρώνονται στο εδάφιο 7 του Χάρτη. Ωστόσο, το εδάφιο 7 δεν εγγυάται ότι το κράτος δεν θα παρεμβαίνει ποτέ στη ζωή, την ελευθερία ή την ασφάλεια του ατόμου, αλλά ότι δεν θα το κάνει με τρόπο που θα προσβάλλει τις αρχές της θεμελιώδους δικαιοσύνης. Το ζήτημα που το δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να εξεταστεί είναι αν η παρέμβαση είναι σύμφωνη με τις αρχές της θεμελιώδους δικαιοσύνης. Οι αρχές αυτές δεν απαριθμούνται στο εδάφιο 7 και ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

632

Ειρήνη Κυριακάκη

από την πρόσφατη νομολογία έχουν αναδειχθεί ως κεντρικές οι ακόλουθες τρεις: οι νόμοι που περιορίζουν τη ζωή, την ελευθερία και την ασφάλεια του ατόμου δεν θα πρέπει να είναι αυθαίρετοι ή να υπερακοντίζουν τον σκοπό τους, ούτε οι συνέπειές τους θα πρέπει να είναι προφανώς δυσανάλογες σε σχέση με τον σκοπό τους. Ειδικότερα, μια πρώτη αρχή της θεμελιώδους δικαιοσύνης που καταγράφεται στην απόφαση απαγορεύει την αυθαιρεσία του νόμου και στοχεύει σε περιπτώσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την έλλειψη λογικής συνάφειας ανάμεσα στο αντικείμενο του νόμου και τους περιορισμούς που επιβάλλει στη ζωή, την ελευθερία και την ασφάλεια του ατόμου. Αν γίνει δεκτό ότι το αντικείμενο της απαγόρευσης του ιατρικώς υποβοηθούμενου τερματισμού της ζωής είναι η προστασία των ευάλωτων από το να υποκινηθούν να τερματίσουν τη ζωή τους σε στιγμή αδυναμίας, η απόλυτη απαγόρευση μιας δραστηριότητας που εγκυμονεί συγκεκριμένους κινδύνους είναι μία λογική μέθοδος περιορισμού των κινδύνων. Έτσι τα δικαιώματα του ατόμου δεν περιορίζονται αυθαίρετα από την απαγόρευση της ιατρικής υποβοήθησης στον τερματισμό της ζωής. Περαιτέρω, εξετάζεται αν ο νόμος περιορίζει μεν τα δικαιώματα κατά τέτοιο τρόπο που εν γένει εξυπηρετεί το αντικείμενο του νόμου, σε σχέση όμως με κάποια άτομα ο περιορισμός δεν τελεί σε συνάρτηση με τον σκοπό του νόμου. Με δεδομένο ότι το αντικείμενο του νόμου είναι η προστασία των ευάλωτων ατόμων από το να υποκινηθούν να διαπράξουν αυτοκτονία σε στιγμή αδυναμίας, έγινε δεκτό ακόμη και από την Κυβέρνηση του Καναδά ότι από την απαγόρευση δεσμεύονται ακόμη και άτομα που δεν ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. ∆εν είναι ευάλωτο κάθε άτομο που επιθυμεί να διαπράξει αυτοκτονία. Επίσης, υπάρχουν άτομα με αναπηρίες που έχουν τη συνειδητοποιημένη, λογική και επίμονη επιθυμία να τερματίσουν τις ζωές τους. Ως τέτοιο άτομο δέχτηκε η πρωτόδικη απόφαση την κα Τ, ικανή, πλήρως ενημερωμένη και ελεύθερη από πιέσεις και εξαναγκασμούς. Συνεπώς, προκύπτει ότι ο περιορισμός των δικαιωμάτων, τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις, δεν συνδέεται με το αντικείμενο της προστασίας των ευάλωτων ατόμων. Εν τέλει η απόλυτη απαγόρευση υπεισέρχεται σε πεδία ασύνδετα με τον σκοπό του νόμου. Ο ισχυρισμός της Κυβέρνησης του Καναδά ότι είναι δύσκολο να εντοπιστούν τα ευάλωτα άτομα αποφασίστηκε από το Ανώτατο ∆ικαστήριο ότι θα εξεταστεί στο πλαίσιο του εδαφίου 1. Η επόμενη αρχή της προφανούς δυσαναλογίας παραβιάζεται όταν η επίπτωση του περιορισμού στη ζωή, την ελευθερία ή την ασφάλεια του ατόΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

Η απόφαση Carter v. Canada του Α∆ του Καναδά

633

μου είναι προφανώς δυσανάλογη προς τον σκοπό του. Εστιάζεται όχι στις επιπτώσεις του περιορισμού στην κοινωνία ή το δημόσιο καλό, που εξετάζονται στο πλαίσιο του εδαφίου 1, αλλά στις επιπτώσεις του στα δικαιώματα των προσφευγόντων. Η πρωτόδικη απόφαση έκανε δεκτό ότι οι αρνητικές συνέπειες της απαγόρευσης στη ζωή, την ελευθερία και την ασφάλεια του ατόμου είναι πολύ σοβαρές και κατά συνέπεια προφανώς δυσανάλογες προς τον σκοπό. Το Ανώτατο ∆ικαστήριο συμφώνησε με την πρωτόδικη απόφαση ότι οι αρνητικές συνέπειες της απαγόρευσης στη ζωή, την ελευθερία και την ασφάλεια του ατόμου ήταν πολύ σοβαρές, διότι επιβάλλει περιττό πόνο σε άτομα που έχουν προσβληθεί, τους αποστερεί από την ικανότητα να καθορίσουν τι θα γίνει με το σώμα τους και μπορεί να τα ωθήσει να διαπράξουν αυτοκτονία νωρίτερα από ό,τι αν θα μπορούσαν να λάβουν ιατρική υποβοήθηση κατά τον τερματισμό της ζωής. Σε αυτό αντιτάχθηκε ότι και ο σκοπός της απαγόρευσης είναι υψηλής σπουδαιότητας. Ωστόσο, έχοντας κρίνει ότι ο νόμος υπερακοντίζει τον σκοπό του και δεν επιφέρει ελάχιστη ζημία, το δικαστήριο κατέληξε ότι δεν είναι ανάγκη να αποφασίσει αν η απαγόρευση προσβάλλει και την αρχή της προφανούς δυσαναλογίας, σταθμίζοντας τις επιπτώσεις με το όφελος.

2.4. Η συμβατότητα της απαγόρευσης με το εδάφιο 1 του καναδικού Χάρτη ∆ικαιωμάτων και Ελευθεριών Σε ένα τρίτο επίπεδο, προκειμένου να δικαιολογηθεί υπό το πρίσμα του εδαφίου 1 η παραβίαση των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος που κατοχυρώνει το εδάφιο 7, η Κυβέρνηση του Καναδά θα πρέπει να καταδείξει πως ο νόμος επιδιώκει έναν επιτακτικό και ουσιαστικό γενικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος και ότι τα μέσα που έχουν επιλεγεί είναι ανάλογα με τον σκοπό. Συγκεκριμένα, ο νόμος είναι ανάλογος αν τα μέσα που έχουν υιοθετηθεί συνδέονται λογικά με τον σκοπό, περιορίζουν τα υπό συζήτηση δικαιώματα στον λιγότερο δυνατό βαθμό και οι επιβλαβείς επιδράσεις είναι ανάλογες προς το όφελος που επιδιώκεται. Σε περιπτώσεις, όπως η προκείμενη, κατά τις οποίες τα διακυβευόμενα κοινωνικά αγαθά προστατεύονται επίσης από τον Χάρτη, ένας περιορισμός των δικαιωμάτων του εδαφίου 7 μπορεί εν τέλει να κριθεί ανάλογος προς τον σκοπό. Το όριο περιγράφεται στον νόμο και οι προσφεύγοντες παραδέχονται ότι ο νόμος έχει έναν σημαντικό και επιτακτικό σκοπό. Επομένως, έπρεπε να καταδειχθεί από την κυβέρνηση ότι η απαγόρευση είναι ανάλογη.

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

634

Ειρήνη Κυριακάκη

2.4.1. Συνάφεια του περιορισμού με τον επιδιωκόμενο σκοπό Επ’ αυτού, το Ανώτατο ∆ικαστήριο συμφώνησε ότι, όταν μία δραστηριότητα ενέχει ορισμένους κινδύνους, η απαγόρευσή της είναι μία λογική μέθοδος περιορισμού των κινδύνων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει λογική σύνδεση ανάμεσα στην απαγόρευση και τον σκοπό. Είναι σαφώς λογικό να συμπεραίνουμε ότι ο νόμος που απαγορεύει σε όλους τους ανθρώπους την πρόσβαση στην υποβοήθηση σε αυτοκτονία προστατεύει τα ευάλωτα άτομα από το να υποκινηθούν να διαπράξουν αυτοκτονία σε στιγμή αδυναμίας. Άρα τα μέσα συνδέονται λογικά με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Επομένως, το ερώτημα εστιάζεται στο αν η απόλυτη απαγόρευση του ιατρικώς υποβοηθούμενου τερματισμού της ζωής με τη σοβαρή επίδρασή του στα δικαιώματα της προσφεύγουσας στη ζωή, την ελευθερία και την ασφάλεια είναι το λιγότερο δραστικό μέσο για την επίτευξη του σκοπού του νόμου.

2.4.2. Λιγότερο επεμβατικό μέσο για την επίτευξη του σκοπού του νόμου Κατά την άποψη του πρωτοβάθμιου δικαστή, η απόλυτη απαγόρευση του υποβοηθούμενου τερματισμού της ζωής θα ήταν αναγκαία, αν οι ιατροί, σύμφωνα με τα στοιχεία, δεν είναι σε θέση να αξιολογήσουν αξιόπιστα την ικανότητα συναίνεσης, την ελευθερία βούλησης και την έλλειψη αμφιθυμίας στους ασθενείς, απέτυχαν να κατανοήσουν ή να εφαρμόσουν την απαίτηση για ενημερωμένη συναίνεση σε ιατρική θεραπεία. Σύμφωνα με την ίδια άποψη, υπέρ της απόλυτης απαγόρευσης της ιατρικής υποβοήθησης στον τερματισμό της ζωής θα συνηγορούσε, αν παρατηρείται, όπου η νομοθεσία την επιτρέπει, κατάχρηση σε βάρος των ασθενών, πλημμέλεια στην εφαρμογή ή ενεργοποιείται μία ολισθηρή πορεία που οδηγεί στον απερίσκεπτο τερματισμό της ζωής. Ωστόσο, ο πρωτοβάθμιος δικαστής ρητά απέρριψε αυτές τις πιθανότητες. Συγκεκριμένα, μετά την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, συμπέρανε ότι ένα επιτρεπτικό καθεστώς με κατάλληλα σχεδιασμένες και εφαρμόσιμες ασφαλιστικές δικλείδες ήταν σε θέση να προστατεύσει ευάλωτα άτομα από κατάχρηση ή λάθος. Βασιζόμενος σε στοιχεία σχετικά με την εφαρμογή των όρων της ενημερωμένης συναίνεσης σε άλλες ιατρικές υποθέσεις στον Καναδά, συμπεριλαμβανομένης της λήψης απόφασης για τον τερματισμό της ζωής, κατέληξε ότι είναι εφικτό για ιατρούς με τα κατάλληλα προσόντα και τη σχετική εμπειρία να αξιολογήσουν αξιόπιστα την ικανότητα και την ελευθερία βούλησης του ασθενούς, συμπεριλαμβανομένων της άσκησης βίας, της αθέμιτης επιρροής και της αμφιθυμίας. ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

Η απόφαση Carter v. Canada του Α∆ του Καναδά

635

Αναφορικά με τον κίνδυνο για τους ευάλωτους ανθρώπους, όπως οι ηλικιωμένοι και οι ανάπηροι, ο πρωτοβάθμιος δικαστής αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχαν δεδομένα από κάποια επιτρεπτική νομοθεσία που να τεκμηριώνουν ότι άτομα με αναπηρίες διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο να συναινέσουν σε ιατρικώς υποβοηθούμενο τερματισμό της ζωής. Έτσι απέρριψε τον ισχυρισμό ότι υποσυνείδητη προκατάληψη των ιατρών θα νόθευε τη διαδικασία αξιολόγησης. Επίσης, διαπίστωσε ότι, ενώ τα στοιχεία υποδείκνυαν πως ο νόμος έχει τόσο θετικές όσο και αρνητικές συνέπειες στους ιατρούς, ευσταθεί το συμπέρασμα πως οι ιατροί ήταν καλύτερα σε θέση να προσφέρουν συνολική θεραπεία περί το τέλος της ζωής μετά τη νομιμοποίηση του υποβοηθούμενου τερματισμού της ζωής. Εν τέλει κατέληξε ότι δεν υπάρχουν στοιχεία πως ένα επιτρεπτικό καθεστώς στον Καναδά θα οδηγούσε στην πράξη σε έναν ολισθηρό κατήφορο. Αντίθετα, σύμφωνα με τη θέση του Καναδά, το συμπέρασμα του πρωτοβάθμιου δικαστή ότι το επίπεδο του κινδύνου που συνδέεται με τον υποβοηθούμενο τερματισμό της ζωής ήταν αποδεκτό, ακυρώνεται, επειδή κάποια από τα στοιχεία σχετικά με τις εγγυήσεις ήταν ασθενή και υπήρχαν στοιχεία σχετικά με ελλιπή συμμόρφωση στις εγγυήσεις μίας επιτρεπτικής νομοθεσίας. Ο Καναδάς, επίσης, προέβαλε ότι ο πρωτοβάθμιος δικαστής έσφαλε, βασιζόμενος σε πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα στον Καναδά και σε άλλες χώρες, και κατέληξε ότι προβλήματα που παρουσιάστηκαν αλλού, δεν είναι πιθανό να εμφανιστούν στον Καναδά. Το Ανώτατο ∆ικαστήριο δεν ανέτρεψε τα συμπεράσματα του πρωτοβάθμιου δικαστή, διότι, κατά τη γνώμη των δικαστών, δεν αποδείχθηκε ότι ήταν ατεκμηρίωτα, αυθαίρετα, ανακριβή ή άλλως εσφαλμένα.

2.4.3. Πρόσφατα δεδομένα που παρουσίασε ο Καναδάς Τα πρόσφατα στοιχεία που προσκόμισε η Κυβέρνηση του Καναδά σχετικά με τις εξελίξεις στο Βέλγιο ανάγονται στο χρονικό διάστημα από τότε που έλαβε χώρα η δίκη σε πρώτο βαθμό και εντεύθεν και βασίζονται στην ένορκη κατάθεση του καθηγητή της Βιοηθικής Etienne Montero, με ειδίκευση στην πρακτική της ευθανασίας στο Βέλγιο. Σύμφωνα με τον καθηγητή Montero, μία σειρά από πρόσφατες, αμφιλεγόμενες και προβεβλημένες περιπτώσεις υποβοήθησης στον τερματισμό της ζωής στο Βέλγιο, οι οποίες δεν πληρούν τις παραμέτρους του νόμου, όπως η ευθανασία ανηλίκων ή ατόμων με ψυχικές διαταραχές ή με λιγότερο σοβαρές ιατρικές παθήσεις, καταδεικνύουν ότι έχει ενεργοποιηθεί μία διαδικασία ολισθηρής εξέλιξης στο Βέλγιο. Επ’ αυτού επεσήμανε ότι, όταν επιτραπεί η ευθανασία, είναι ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

636

Ειρήνη Κυριακάκη

πολύ δύσκολο να διατηρηθεί η αυστηρή ερμηνεία των προϋποθέσεων του νόμου. Ο Καναδάς, βασιζόμενος στα στοιχεία του καθηγητή, υποστήριξε ότι αποδεικνύεται πως τα ζητήματα συμμόρφωσης και επέκτασης των κριτηρίων για πρόσβαση σε ιατρική υποβοήθηση στον τερματισμό της ζωής αναπόφευκτα αυξάνονται, ακόμη και σε ένα σύστημα φαινομενικά αυστηρών ορίων και ασφαλιστικών δικλείδων. Αυτό θα πρέπει, κατά τη θέση του Καναδά, να αναχαιτίζει αυτούς που θεωρούν ότι πολύ αυστηρές ασφαλιστικές δικλείδες θα παρέχουν επαρκή προστασία: οι ασφαλιστικές δικλείδες στα χαρτιά είναι τόσο ισχυρές όσο και τα ανθρώπινα χέρια που τις εφαρμόζουν. Το Ανώτατο ∆ικαστήριο δεν πείστηκε ότι τα στοιχεία του καθηγητή Montero υπονομεύουν τα συμπεράσματα του πρωτοβάθμιου δικαστή. Κατά πρώτον, ο πρωτοβάθμιος δικαστής σημείωσε ότι το επιτρεπτικό καθεστώς του Βελγίου είναι προϊόν μίας πολύ διαφορετικής ιατρονομικής κουλτούρας. Οι πρακτικές του υποβοηθούμενου τερματισμού της ζωής εφαρμόζονταν ήδη και ενυπήρχαν στην προϋπάρχουσα της νομιμοποίησής τους ιατρική κουλτούρα. Ο νόμος απλώς ρύθμισε μία κοινή προϋπάρχουσα πρακτική. Λόγω απουσίας συγκριτικών δεδομένων στον Καναδά, ο πρωτοβάθμιος δικαστής συμπέρανε ότι ήταν προβληματικό να διατυπωθούν συμπεράσματα για το επίπεδο της συμμόρφωσης των ιατρών με τις θεσπισμένες εγγυήσεις με βάση το βελγικό παράδειγμα. Η διάκριση αυτή είναι συναφής τόσο για την αξιολόγηση του βαθμού συμμόρφωσης των ιατρών, όσο και για την αξιολόγηση των δεδομένων ενόψει του ενδεχόμενου μίας ολισθηρής πορείας. ∆εύτερον, οι περιπτώσεις που περιγράφηκαν από τον καθηγητή Montero δεν επιτρέπουν να αντλήσουμε συμπεράσματα για το πώς θα λειτουργούσε το καναδικό καθεστώς. Ήταν αποτέλεσμα ενός εποπτικού σώματος που άσκησε διακριτική ευχέρεια στην ερμηνεία των εγγυήσεων και των περιορισμών του βελγικού νομοθετικού καθεστώτος – μία διακριτική ευχέρεια που δεν ώθησε το βελγικό κοινοβούλιο να αυστηροποιήσει τη νομοθεσία του.

2.4.4. H σκοπιμότητα των εγγυήσεων και η πιθανότητα μίας ολισθηρής πορείας Κατά την άποψη που υποστήριξε η Κυβέρνηση του Καναδά, οι πιθανές πηγές λάθους είναι πολλές και πολλοί παράγοντες μπορούν να καταστήσουν έναν ασθενή ευάλωτο στη λήψη απόφασης, με κίνδυνο να καταλήξουν στην πράξη να αντιμετωπίζουν τον θάνατο, αν και δεν έχουν λογική και δεδομένη επιθυμία. Μεταξύ άλλων, γίνεται επίκληση της εγκεφαλικής ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

Η απόφαση Carter v. Canada του Α∆ του Καναδά

637

βλάβης, της κατάθλιψης ή άλλης ψυχικής ασθένειας, του εξαναγκασμού, της αθέμιτης επιρροής, της ψυχολογικής ή συναισθηματικής χειραγώγησης, της συστημικής προκατάληψης (έναντι των ηλικιωμένων ή των ατόμων με αναπηρίες) και της πιθανότητας αμφίβολης ή λανθασμένης διάγνωσης ως παραγόντων που πιθανόν να διαφύγουν της ανίχνευσης ή να αποτελέσουν αιτία για λάθη κατά την αξιολόγηση της ικανότητας. ∆εδομένου του εύρους αυτής της λίστας, υποστηρίζεται ότι δεν υπάρχει αξιόπιστος τρόπος να ταυτοποιηθούν αυτοί που είναι ευάλωτοι και αυτοί που δεν είναι και είναι αναγκαία η απόλυτη απαγόρευση. Με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν σε συγκριτικές του τερματισμού της ζωής διαδικασίες λήψης απόφασης σε ιατρικά ζητήματα στον Καναδά, η πρωτοβάθμια δικαστής συμπέρανε ότι η ευαλωτότητα μπορεί να διαπιστωθεί κατά περίπτωση, κατ’ εφαρμογή διαδικασιών που οι ιατροί ακολουθούν για την αξιολόγηση της ενημερωμένης συναίνεσης και της ικανότητας λήψης απόφασης σε ιατρικά ζητήματα εν γένει. Προβληματισμοί για την ικανότητα λήψης απόφασης και την ευαλωτότητα εγείρονται σε όλα τα σχετικά με το τέλος της ζωής ιατρικά ζητήματα και οι κίνδυνοι που περιγράφει η Κυβέρνηση του Καναδά είναι ήδη μέρος του ιατρικού συστήματος της χώρας. Επεσήμανε δε από τη σκοπιά της λογικής, ότι δεν υπάρχει λόγος να θεωρηθεί πως ο τραυματισμένος, ο ασθενής και ο ανάπηρος που έχουν την επιλογή να αρνηθούν ή να απαιτήσουν την απόσυρση μεθόδων που επιμηκύνουν τη ζωή ή επιζητούν παρηγορητική φροντίδα, είναι λιγότερο ευάλωτοι ή λιγότερο ευεπίφοροι σε προκατειλημμένη διαμόρφωση αποφάσεων από αυτούς που πιθανόν επιδιώκουν περισσότερο ενεργητική υποβοήθηση κατά τον τερματισμό της ζωής. Όπως σημείωσε η πρωτοβάθμια δικαστής, η εξατομικευμένη αξιολόγηση της ευαλωτότητας, ανεξαρτήτως της πηγής προέλευσής της, γίνεται σιωπηρά αποδεκτή κατά τη λήψη αποφάσεων ζωής ή θανάτου στον Καναδά. Η Κυβέρνηση του Καναδά όμως δεν επιχειρηματολόγησε ότι απαιτείται απόλυτη απαγόρευση και σε αυτές τις περιπτώσεις εξαιτίας του κινδύνου (πράγματι, δεν ισχύει επί του παρόντος στην ομοσπονδιακή ρύθμιση τέτοιων πρακτικών). Έτσι, το Ανώτατο ∆ικαστήριο δέχεται το συμπέρασμα του πρωτοβάθμιου δικαστή ότι είναι δυνατόν για τους ιατρούς να αξιολογήσουν επαρκώς την ικανότητα λήψης απόφασης με την οφειλόμενη για τη σοβαρότητα της επικείμενης απόφασης φροντίδα και προσοχή και στο πλαίσιο της κρινόμενης περίπτωσης. Η πρωτοβάθμια δικαστής, επί τη βάση της συνεκτίμησης των διαφόρων καθεστώτων και του τρόπου εφαρμογής τους, υιοθέτησε τη θέση ότι είναι ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

638

Ειρήνη Κυριακάκη

πιθανό να εγκαθιδρυθεί ένα καθεστώς που ανταποκρίνεται στους κινδύνους, οι οποίοι συνδέονται με τον ιατρικώς υποβοηθούμενο θάνατο. Η Κυβέρνηση του Καναδά αντεπιχειρηματολόγησε ότι το επιτρεπτικό ρυθμιστικό καθεστώς που αποδέχτηκε ο πρωτόδικος δικαστής ενέχει πολλούς κινδύνους και ότι η αποτελεσματικότητά του είναι υποθετική, δεν ανταποκρίθηκε ωστόσο στο βάρος να αποδείξει ότι η απαγόρευση προκαλεί ελάχιστη βλάβη. Τελικά, υποστηρίχθηκε από την Κυβέρνηση του Καναδά ότι χωρίς απόλυτη απαγόρευση του ιατρικώς υποβοηθούμενου θανάτου, θα οδηγηθούμε σε έναν ολισθηρό κατήφορο προς την ευθανασία και την καλυμμένη ανθρωποκτονία. Το Ανώτατο ∆ικαστήριο συμπέρανε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία δεν υποστηρίζουν τον ισχυρισμό πως μια απόλυτη απαγόρευση ήταν αναγκαία και συμφώνησε ότι οι κίνδυνοι που συνδέονται με τον ιατρικώς υποβοηθούμενο τερματισμό της ζωής μπορούν να περιοριστούν μέσω ενός προσεκτικά σχεδιασμένου και εποπτευόμενου συστήματος ασφαλιστικών δικλείδων. Αναφορικά με το επιχείρημα του ολισθηρού κατήφορου, η πρωτοβάθμια δικαστής, μετά από μία εξαντλητική αξιολόγηση των αποδείξεων, απέρριψε τον ισχυρισμό ότι η υιοθέτηση ενός ρυθμιστικού καθεστώτος θα ενεργοποιούσε έναν ολισθηρό κατήφορο προς την ευθανασία. Ένας θεωρητικός ή υποθετικός φόβος δεν μπορεί να δικαιολογήσει μία απόλυτη απαγόρευση. Η αιτιολόγηση στο πλαίσιο του εδαφίου 1 του Χάρτη είναι μία διαδικασία απόδειξης, όχι ενστίκτου ή αυτόματης προσχώρησης στους ισχυρισμούς περί κινδύνων της κυβέρνησης ή επίκλησης ανεκδοτολογικών παραδειγμάτων αμφιλεγόμενων περιπτώσεων του εξωτερικού που επιστρατεύθηκαν για την υποστήριξη αυτού του ισχυρισμού. Το Ανώτατο ∆ικαστήριο δέχτηκε ως ορθή την ανάλυση του πρωτοβάθμιου δικαστή σχετικά με την ελάχιστη βλάβη και συμπέρανε ότι η απόλυτη απαγόρευση δεν είναι τέτοια, επισημαίνοντας ότι δεν μπορεί να υποτεθεί αβασάνιστα πως ένα ρυθμιστικό καθεστώς θα λειτουργεί ελαττωματικά, ούτε ότι άλλες ποινικές κυρώσεις εναντίον της αφαίρεσης της ζωής θα αποδειχτούν ανίκανες να καταπολεμήσουν την κατάχρηση. 3. Το διατακτικό Το Ανώτατο ∆ικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απαγόρευση της ιατρικής υποβοήθησης στον τερματισμό της ζωής παραβιάζει τα δικαιώματα της κας Τ στη ζωή, την ελευθερία και την ασφάλεια του προσώπου κατά τρόπο που δεν τελεί σε αντιστοιχία με τις αρχές της θεμελιώδους ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

Η απόφαση Carter v. Canada του Α∆ του Καναδά

639

δικαιοσύνης και ότι η παραβίαση αυτή δεν δικαιολογείται υπό το εδάφιο 1 του Χάρτη. Το εφετειακό δικαστήριο είχε δηλώσει ότι, αν αποφάσιζε να αποστεί από την προηγούμενη απορριπτική νομολογία του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου, θα επέλεγε ως προτιμότερη τη λύση, αντί της κήρυξης ως ανίσχυρων των άρθρων του Ποινικού Κώδικα που οδηγούν στην απόλυτη απαγόρευση της ιατρικής υποβοήθησης στον τερματισμό της ζωής, αυτήν της διατήρησης της ισχύος τους και της κατά περίπτωση, με βάση δικαστική απόφαση, συνταγματικής εξαίρεσης από την εφαρμογή τους ενός συγκεκριμένου ατόμου που θα το ζητήσει. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με την πλειοψηφία του δικαστηρίου, το ισχύον νομικό πλαίσιο δεν παρέχει καμία διέξοδο από έναν γενικά παράλογο νόμο που έχει μία δυσανάλογα μεγάλη επίπτωση σε μικρό αριθμό ατόμων. Επίσης, εκφράσθηκε προβληματισμός για το κατά πόσο το κοινοβούλιο θα ήταν σε θέση να διαμορφώσει μία ολοκληρωμένη και ισορροπημένη εναλλακτική πολιτική εντός του χρονικού πλαισίου της όποιας αναβολής της κήρυξης του ανίσχυρου. Κατά τη γνώμη του Ανώτατου ∆ικαστηρίου, η προκείμενη υπόθεση δεν προσφέρεται για τέτοιου είδους συνταγματική εξαίρεση, επειδή θα προκαλούσε αβεβαιότητα, θα υποδαύλιζε την ισχύ του νόμου και θα αντιποιείτο τον ρόλο του κοινοβουλίου. Αν και διαπιστώνεται ότι θίγονται τα δικαιώματα των προσφευγόντων, κρίνεται ότι σύνθετα κανονιστικά πλαίσια είναι καλύτερο να παράγονται από το κοινοβούλιο παρά από τα δικαστήρια και θα πρέπει να δοθεί η ευκαιρία στο κοινοβούλιο να θέσει σε ισχύ μία κατάλληλη εναλλακτική. Το κατάλληλο μέσο αποκατάστασης είναι, συνεπώς, η διακήρυξη ότι τα άρθρα 241 (β) και 14 του Ποινικού Κώδικα είναι ανίσχυρα, στον βαθμό που απαγορεύουν τον ιατρικώς υποβοηθούμενο θάνατο σε ένα ικανό ενήλικο πρόσωπο που σαφώς συναινεί στον τερματισμό της ζωής και πάσχει από μία βαριά και ανίατη ιατρική κατάσταση, συμπεριλαμβανομένης ασθένειας, νόσου, διαταραχής και αναπηρίας, η οποία προκαλεί διαρκείς πόνους, ανυπόφορους σε άτομα στις συνθήκες της κατάστασής του. Για τον προσδιορισμό της ανίατης κατάστασης σημειώθηκε ότι δεν σημαίνει πως ο ασθενής απαιτείται να υποβληθεί σε μη αποδεκτή θεραπεία. Η διακήρυξη του ανίσχυρου αναστέλλεται για 12 μήνες. Ο σκοπός αυτής της διακήρυξης είναι η ανταπόκριση στις πραγματικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και όχι σε άλλες περιπτώσεις που αναζητείται ιατρική υποβοήθηση στον τερματισμό της ζωής. Υπ’ αυτήν την έννοια και δεδομένου του θανάτου της κας Τα, δεν ενδείκνυται η εγκαθίδρυση ενός μηχανιΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

640

Ειρήνη Κυριακάκη

σμού εξαιρέσεων κατά τη διάρκεια της αναστολής. Εν τέλει εναπόκειται στην αρμοδιότητα του κοινοβουλίου και του τοπικού νομοθέτη να ανταποκριθούν, αν έτσι επιλέξουν, με την έκδοση νομοθεσίας συνεπούς με τις συνταγματικές παραμέτρους που έχουν τεθεί για τέτοιο σκοπό. Κάποιοι από τους παρεμβαίνοντες ζήτησαν από το δικαστήριο να συνεκτιμήσει τη θρησκευτική ελευθερία και την ελευθερία συνείδησης του ιατρού κατά την απόφασή του στην υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα ο καθολικός συνασπισμός δικαιωμάτων του πολίτη, η συμμαχία για την πίστη και την ελευθερία, το πρόγραμμα για την προστασία της συνείδησης και η καθολική συμμαχία του Καναδά για την υγεία διατύπωσαν τον προβληματισμό τους ότι οι ιατροί που αντιτίθενται στην ιατρική υποβοήθηση κατά τον τερματισμό της ζωής για ηθικούς λόγους θα εξαναγκάζονται να συμπράττουν, επί τη βάση ενός καθήκοντος να ενεργούν για το συμφέρον των ασθενών τους. Ζήτησαν να επιβεβαιώσει το δικαστήριο ότι οι ιατροί και άλλοι επαγγελματίες της υγείας δεν μπορούν να εξαναγκαστούν να παρέχουν ιατρική υποβοήθηση στον τερματισμό της ζωής και να κατευθύνει τη νομοθεσία να παρέχει ισχυρή προστασία σε αυτούς που αρνούνται να συμμετέχουν σε ιατρική υποβοήθηση κατά τον τερματισμό της ζωής για λόγους συνείδησης ή θρησκείας. Η καναδική ιατρική ένωση αναφέρει ότι δεν υπάρχει ομοφωνία ανάμεσα στα μέλη της στο ζήτημα της ιατρικής υποβοήθησης στον τερματισμό της ζωής, ενώ η τρέχουσα πολιτική της εστιάζεται στην προστασία του δικαιώματος όλων των ιατρών, εντός των ορίων του νόμου, να ακολουθούν τη συνείδησή τους κατά την απόφασή τους να παρέχουν ή όχι υποβοήθηση στον τερματισμό της ζωής. Σε αυτή τη βάση ζήτησε να εξακολουθήσει να αντικατοπτρίζεται αυτό το δικαίωμα, όπως και αν διαμορφωθεί η νομοθεσία, και να προστατεύονται, σε περίπτωση νομοθετικής μεταβολής, τόσο οι ιατροί που επιλέγουν να παρέχουν αυτήν την υπηρεσία στους ασθενείς τους, όσο και αυτοί που αρνούνται. Κατά τη γνώμη του δικαστηρίου, τίποτε στη διακήρυξη του ανίσχυρου που προτείνεται δεν εξαναγκάζει τους ιατρούς να παρέχουν ιατρική υποβοήθηση στον τερματισμό της ζωής. Η διακήρυξη απλώς καθιστά ανίσχυρη την ποινική απαγόρευση. Ό,τι ακολουθεί είναι στα χέρια των ιατρών, του κοινοβουλίου και του τοπικού νομοθέτη. Σε κάθε περίπτωση σημειώνει το δικαστήριο ότι η απόφαση ενός ιατρού να συμμετέχει σε ιατρικώς υποβοηθούμενο τερματισμό της ζωής είναι μία απόφαση συνείδησης και σε κάποιες περιπτώσεις θρησκευτικής πίστης. Κάνοντας αυτήν την παρατήρηση πάντως, το δικαστήριο δεν επιδιώκει να προκαταλάβει τη νομοθετική και κανονιστική ανταπόκριση σε αυτή την κρίση. Αντιθέτως, υπογραμμίζεΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

Η απόφαση Carter v. Canada του Α∆ του Καναδά

641

ται ότι τα δικαιώματα που κατοχυρώνει ο Χάρτης για τους ασθενείς και τους ιατρούς θα πρέπει να εναρμονιστούν. ΙΙΙ. Νομολογιακές εξελίξεις στο ζήτημα της ιατρικής υποβοήθησης στον τερματισμό της ζωής 1. Στην τυπολογία της ευθανασίας η ιατρική υποβοήθηση στον τερματισμό της ζωής αποτελεί μορφή κοινής συμμετοχής σε αυτοκτονία, η οποία υπό μία ευρύτερη έννοια θεωρείται ότι υπάγεται οριακά στην ενεργητική ευθανασία, αν και είναι σαφώς διακριτή από αυτήν.2 Συγκεκριμένα, η ενεργητική ευθανασία υπονοεί τη θανάτωση του αρρώστου από άλλο άτομο, εν προκειμένω τον ιατρό. Αντίθετα, η υποβοηθούμενη αυτοκτονία συνίσταται στην παροχή βοήθειας από τον ιατρό στον υποψήφιο αυτόχειρα που είναι ο ασθενής. Με άλλα λόγια, στην περίπτωση της ενεργητικής ευθανασίας ο ιατρός είναι φυσικός αυτουργός, ενώ στην υποβοηθούμενη αυτοκτονία απλώς προμηθεύει τα μέσα, τα οποία χρησιμοποιεί ο ασθενής με τη θέλησή του, ή διευκολύνει τον ασθενή να τα βρει.3 Ακολούθως ο ασθενής περνάει μόνος του από τη ζωή στον θάνατο, όπως επιθυμεί, κι έτσι ανακουφίζεται. Η καθοριστική ενέργεια για την επέλευση του θανάτου, η οποία κυριαρχεί στο να υπερβεί ο αυτόχειρας το σημείο εκείνο της πορείας των γεγονότων, από το οποίο και μετά δεν υπάρχει επιστροφή, αλλά ο δρόμος προς τον θάνατο είναι μονόδρομος, εκτελείται από τον ίδιο τον ασθενή και όχι από άλλον. Υπ’ αυτό το πρίσμα, έχει επικριθεί ως λανθασμένη η συμπερίληψη της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας στην κατηγορία της ενεργητικής ευθανασίας, ακούσιας ή εκούσιας, διότι η μεν πρώτη συνιστά υποβοήθηση θανάτου, ενώ η δεύτερη πρόκληση θανάτου.4 2. Με την ιατρική υποβοήθηση στον τερματισμό της ζωής ασχολήθηκε το Ανώτατο ∆ικαστήριο του Καναδά ήδη το 1993. Συγκεκριμένα, με την απόφαση Rodriguez v. British Columbia (AG), απέρριψε ένα δικαίωμα στην υποβοηθούμενη αυτοκτονία, κρίνοντας τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, από τις οποίες απορρέει η συναφής απαγόρευση, συμβατές με τον καναδικό Χάρτη ∆ικαιωμάτων και Ελευθεριών. Στο Ανώτατο ∆ικαστήριο του Καναδά είχε προσφύγει το 1993 μία μητέρα, η Sue Rodriguez, η οποία έπασχε Βλ. ΒΟΥΛΤΣΟΣ, Π., εις: ΕρμΚΙ∆, άρθρ. 29, σελ. 373. Βλ. ΚΑΤΣΑΣ, Α., Υποβοήθηση θανάτου, εις: Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής, Ευθανασία, Αθήνα 2012, σελ. 59. 4 Βλ. ΚΑΤΣΑΣ, Α., όπ.π. 2 3

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

642

Ειρήνη Κυριακάκη

από μία νευροεκφυλιστική ασθένεια σε τελικό στάδιο και δεν είχε χρόνο ζωής άνω του έτους. Η ασθενής είχε ζητήσει την ακύρωση της απαγόρευσης, στον βαθμό που εμποδίζει την ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία ενός πάσχοντος σε τελικό στάδιο, επικαλούμενη παραβίαση του εδαφίου 7 του Χάρτη (δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία και την ασφάλεια του ατόμου), του εδαφίου 12 του Χάρτη (προστασία από βάναυση και ασυνήθιστη μεταχείριση ή τιμωρία) και του εδαφίου 15 (1) του Χάρτη (ισότητα ενώπιον του νόμου, δικαίωμα ίσης προστασίας και ίσου οφέλους από τον νόμο, απαγόρευση διάκρισης με βάση τη φυλή, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το χρώμα, τη θρησκεία, το φύλο, την ηλικία ή την πνευματική ή σωματική ανικανότητα). Με μία απόφαση 5-4 το δικαστήριο επικύρωσε την απαγόρευση του καναδικού Ποινικού Κώδικα. Είχαν προηγηθεί μία απορριπτική απόφαση επί της αιτήσεως της ασθενούς να κριθεί ανίσχυρη η απαγόρευση της ιατρικώς υποβοηθούμενης αυτοκτονίας από το Ανώτατο ∆ικαστήριο της Βρετανικής Κολούμπια, και μία πλειοψηφική απόφαση του Εφετείου της Βρετανικής Κολούμπια που επιβεβαίωσε την προηγούμενη απόφαση. Ειδικότερα, το πιο σημαντικό ζήτημα για την πλειοψηφία του δικαστηρίου ήταν κατά πόσο το άρθρο 241(b) του Ποινικού Κώδικα παραβιάζει το εδάφιο 7 του Χάρτη. Η κα Rodriguez υποστήριξε ότι το ποινικό αδίκημα που εγκαθίδρυσε το ανωτέρω άρθρο απαγορεύει σε κάποιον να υποβοηθηθεί στον τερματισμό της ζωής του, όταν δεν θα μπορεί να ενεργήσει χωρίς υποβοήθηση, και έτσι της στερεί τα δικαιώματα της ελευθερίας και της ασφάλειας που κατοχυρώνει το εδάφιο 7 του Χάρτη. Ο δικαστής που διατύπωσε το σκεπτικό της πλειοψηφίας απέρριψε την επισήμανση της προσφεύγουσας ότι επιλέγει τον χρόνο και τον τρόπο του θανάτου της και όχι τον ίδιο τον θάνατο, επισημαίνοντας ότι η επιλογή αφορά τη ζωή ως αξία. Η πλειοψηφία του δικαστηρίου απεφάνθη ότι το άρθρο 241(b) του Ποινικού Κώδικα στερεί την κα Sue Rodriguez από την ασφάλεια του προσώπου, διότι της αφαιρεί τη δυνατότητα να έχει τον έλεγχο των αποφάσεων επί του σώματός της και της προκαλεί φυσικό και ψυχολογικό άγχος. Αν και αναγνώρισε την επίδραση της ποινικής απαγόρευσης της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας στα δικαιώματα του εδαφίου 7 του Χάρτη ατόμων που είναι σε τελικό στάδιο και πνευματικά ικανά, αλλά όχι σε θέση να ενεργήσουν μόνα τους, το δικαστήριο δεν διαπίστωσε, κατά πλειοψηφία, παραβίαση των αρχών της θεμελιώδους δικαιοσύνης. Εξέτασε τη μακρά ιστορία της απαγόρευσης της αυτοκτονίας και συμπέρανε ότι αντικατοπτρίζει μέρος των θεμελιωδών αξιών της κοινωνίας, επομένως δεν θα μποΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

Η απόφαση Carter v. Canada του Α∆ του Καναδά

643

ρούσε να συγκρούεται με τη θεμελιώδη δικαιοσύνη. Συγκεκριμένα η πλειοψηφία επεσήμανε ότι το κράτος έχει θεμελιώδες ενδιαφέρον στην προστασία της ανθρώπινης ζωής, το οποίο αντικατοπτρίζεται στην απαγόρευση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. Από την άλλη, η αρχή της ιερότητας της ζωής δεν είναι απόλυτη και έχει εξελιχθεί, ώστε να συγκεράζει και άλλες αξίες και αντιλήψεις. Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι πλέον ποινικό αδίκημα η απόπειρα αυτοκτονίας. Επίσης, τα καναδικά και αλλοδαπά δικαστήρια αναγνωρίζουν ότι οι ασθενείς έχουν το δικαίωμα να αρνούνται μία θεραπεία ή να ζητούν την ανάκληση ή τη διακοπή της, ακόμη και αν το αποτέλεσμα είναι ο θάνατος. Παρά ταύτα, υπάρχει απροθυμία στο να επιτρέπεται η ενεργητική υποβοήθηση που θα επιφέρει τον θάνατο άλλου ατόμου, ακόμη και αν αυτό είναι σε τελικό στάδιο. Η απροθυμία αυτή απορρέει από την πεποίθηση ότι είναι ηθικά και νομικά λάθος να υποβοηθείται κάποιος να διαπράττει αυτοκτονία και από τον φόβο των καταχρήσεων αν τυχόν επιτραπεί η υποβοηθούμενη αυτοκτονία. Σε μία συγκριτική επισκόπηση, η πλειοψηφία σημείωσε ότι η απαγόρευση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας ήταν ο κανόνας και σε άλλες δυτικές δημοκρατίες και ότι έως τότε δεν είχε κριθεί αντισυνταγματική ή αντίθετη στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Όπως ο Καναδάς, έτσι και αυτά τα κράτη σημειώθηκε ότι διαχωρίζουν ανάμεσα στις ενεργητικές και τις παθητικές μορφές παρέμβασης στη διαδικασία του θανάτου. ∆εν θα μπορούσε να σχηματιστεί πλειοψηφία για την υποστήριξη της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας, λόγω της συναίνεσης που επικρατεί ότι η ανθρώπινη ζωή πρέπει να γίνεται σεβαστή. Η συναίνεση αυτή υπογραμμίστηκε ότι καταδεικνύεται επίσης στην απαγόρευση της θανατικής ποινής, καθώς και στη διαδεδομένη στις δυτικές χώρες και τις ιατρικές ενώσεις πεποίθηση πως είναι απαραίτητη η διατήρηση της απόλυτης απαγόρευσης της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας για την προστασία της ζωής των ευάλωτων ατόμων. Το να επιτραπεί η ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία, παρατηρήθηκε ότι θα διάβρωνε την πεποίθηση για την ιερότητα της ανθρώπινης ζωής και θα σήμαινε πως το κράτος συγχωρεί την αυτοκτονία. Περαιτέρω, προβληματισμοί για την ανάγκη αποφυγής της καταχρηστικής εφαρμογής και τη δυσκολία της εγκαθίδρυσης ασφαλιστικών δικλείδων για την αποτροπή της δείχνει ότι η απαγόρευση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας δεν είναι αυθαίρετη ή άδικη. Επίσης, το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό ότι η απαγόρευση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας παραβιάζει το εδάφιο 12 του Χάρτη, με την αιτιολογία ότι η απλή απαγόρευση μίας πράξης δεν εμπίπτει στην έννοια ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

644

Ειρήνη Κυριακάκη

της μεταχείρισης, όπως γίνεται αντιληπτή στο πλαίσιο του υπό εξέταση εδαφίου. Τέλος, σε σχέση με την αιτίαση ότι η απαγόρευση παραβιάζει την αρχή της ισότητας, εισάγοντας διάκριση έναντι των ανάπηρων που δεν μπορούν να διαπράξουν αυτοκτονία χωρίς υποβοήθηση και αποστερώντας τους από το δικαίωμα να επιλέξουν αυτοκτονία, έκρινε ότι ακόμη και αν γίνει δεκτή παραβίαση του εδαφίου 15 του Χάρτη, αυτή οπωσδήποτε δικαιολογείται στο πλαίσιο του εδαφίου 1. Αποφάνθηκε δηλαδή ότι ο σκοπός ήταν επιτακτικός, σοβαρός και αντικειμενικός και δεν υπήρχε καλύτερο μέσο για την επίτευξή του. Συγκεκριμένα, σκοπός του άρθρου 241(b) Ποινικού Κώδικα είναι η προστασία των ατόμων από άλλους που μπορεί να επιθυμούν τον έλεγχο της ζωής τους. Η διαμόρφωση εξαιρέσεων από την απαγόρευση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας για συγκεκριμένες ομάδες ατόμων θα οδηγούσε σε ανισότητες και θα υποστήριζε τη θέση ότι αρχίζει ένας ολισθηρός κατήφορος προς την πλήρη αναγνώριση της ευθανασίας, ο οποίος δεν μπορεί να αναχαιτιστεί επαρκώς με τη δημιουργία ασφαλιστικών δικλείδων για την αποφυγή καταχρήσεων. Ακόμη και αν προβλεπόταν μία εξαίρεση από την απαγόρευση του άρθρου 241 (b) Ποινικού Κώδικα για ασθενείς σε τελικό στάδιο, δεν υπάρχει εγγύηση ότι η υποβοηθούμενη αυτοκτονία θα περιοριζόταν σε εκείνους που αυθεντικά επιθυμούν να πεθάνουν. Συμπληρωματικά και σε απάντηση των απόψεων που μειοψήφησαν, ο δικαστής που διαμόρφωσε το σκεπτικό της πλειοψηφίας έκρινε σκόπιμο να διατυπώσει τον προβληματισμό του σχετικά με τους λόγους που προβλήθηκαν για την κατάργηση της απαγόρευσης του άρθρου 241(b) Ποινικού Κώδικα ως αντισυνταγματικής. Συγκεκριμένα, σημείωσε ότι η κατάργησή του θα οδηγούσε στην αναγνώριση ενός συνταγματικού δικαιώματος στην υποβοηθούμενη αυτοκτονία, το οποίο υπερβαίνει τα ισχύοντα σε άλλες χώρες και τις αναθεωρητικές προτάσεις που έχουν διατυπωθεί. Επιπλέον, θα υπερέβαινε και το αίτημα της προσφεύγουσας. Επίσης, τόνισε ότι οι απόψεις της μειοψηφίας δεν περιελάμβαναν ασφαλιστικές δικλείδες, αντίστοιχες με αυτές που συναντώνται στην ολλανδική νομοθεσία ή στις πρόσφατες αναθεωρητικές προτάσεις που έγιναν στις πολιτείες της Ουάσινγκτον και της Καλιφόρνια των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Οι όροι που διατυπώθηκαν για τη χορήγηση άδειας για υποβοηθούμενη αυτοκτονία είναι ασαφείς και σε κάποιες περιπτώσεις ανεφάρμοστοι. Τέλος, υποστήριξε ότι η ασάφεια θα εντεινόταν λόγω του μη δεσμευτικού χαρακτήρα των όρων που ενείχαν τον ρόλο των κατευθυντήριων οδηγιών και άφηναν στον κάθε δικαστή το περιθώριο να εξατομικεύει την κρίση του επί κάθε ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

Η απόφαση Carter v. Canada του Α∆ του Καναδά

645

μεμονωμένης αιτήσεως που θα υποβαλλόταν για υποβοηθούμενη αυτοκτονία. 3. Πολύ ενδιαφέρουσες είναι οι ακόλουθες μειοψηφούσες απόψεις που διατυπώθηκαν σε σχέση με την απόφαση του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου του Καναδά για την υπόθεση Sue Rodriguez v. Canada και οι οποίες προοιωνίζουν την εξέλιξη της νομολογίας. Η δικαστής McLachlin συμφώνησε ότι το άρθρο 241(b) καναδικού Ποινικού Κώδικα εμποδίζει την προσφεύγουσα από το να ασκήσει τον έλεγχο επί του σώματός της και ως εκ τούτου παραβιάζει το δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια του προσώπου που κατοχυρώνεται στη διάταξη του εδαφίου 7 του Χάρτη. ∆ιαφώνησε ωστόσο με το συμπέρασμα ότι η παραβίαση καλύπτεται με τις αρχές της θεμελιώδους δικαιοσύνης. Απέρριψε το επιχείρημα ότι η απαγόρευση δικαιολογείται, επειδή το κράτος έχει ενδιαφέρον να ποινικοποιεί αυθαίρετες πράξεις που συμβάλλουν στον θάνατο κάποιου, επισημαίνοντας ότι το ενδιαφέρον του κράτους να μην αφαιρείται η ζωή των ανθρώπων δεν είναι απόλυτο και ότι όταν υπάρχει ισχυρή δικαιολογία, όπως στην περίπτωση της άμυνας, δεν έπεται ποινική δίωξη. Αντίθετα, θεωρεί ασύμβατη με τις αρχές της θεμελιώδους δικαιοσύνης τη στέρηση από τη Sue Rodriguez της δυνατότητας που έχουν οι σωματικά ικανοί, απλώς και μόνο λόγω του φόβου ότι μπορεί να γίνει κατάχρηση. Επίσης, η δικαστής θεωρεί ότι το άρθρο 241(b) δεν μπορεί να διασωθεί ούτε υπό το πρίσμα του εδαφίου 1 του Χάρτη. Αν και χαρακτηρίζει βάσιμη την πιθανότητα η νομιμοποίηση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας να οδηγήσει στον θάνατο ατόμων που δεν έχουν συναινέσει με ελεύθερη βούληση, δεν τη θεωρεί επαρκή, για να αντισταθμίσει την επιλογή από την προσφεύγουσα του δικαιώματος να δώσει τέλος στη ζωή της. Για την αποφυγή καταχρήσεων επεσήμανε ότι επαρκούν οι διατάξεις του ποινικού κώδικα και η εξατομικευμένη δικαστική κρίση της κάθε επιμέρους περίπτωσης. Σε αντίστοιχη κατεύθυνση, ο επικεφαλής δικαστής Lamer βάσισε την άποψή του στη μη εναρμόνιση του άρθρου 241(b) με το εδάφιο 15 του Χάρτη που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ισότητα. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι προκαλεί ανισότητα σε βάρος εκείνων που είναι ή πρόκειται να καταστούν ανίκανοι να διαπράξουν αυτοκτονία με ίδιες δυνάμεις και εμποδίζονται να επιλέξουν υποβοήθηση με βάση τον νόμο, ενώ αυτοί που είναι σε θέση να διαπράξουν αυτοκτονία δεν έρχονται σε αντίθεση με τον νόμο. Παράλληλα επεσήμανε ότι η απόλυτη απαγόρευση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας συνιστά πολύ σοβαρή παραβίαση του δικαιώματος των σωματικά ανίκανων και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με το επιχείρημα του ενΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

646

Ειρήνη Κυριακάκη

δεχόμενου ολισθηρού κατήφορου. Για την αποκατάσταση της αντισυνταγματικότητας, ο δικαστής θα προχωρούσε στην αναβολή της κήρυξης του άρθρου 241(b) Ποινικού Κώδικα ως ανίσχυρου επί ένα χρόνο, προκειμένου να δοθεί χρόνος στο κοινοβούλιο να το αντικαταστήσει. Κατά τη διάρκεια του χρόνου της αναβολής θα χορηγούσε στη Sue Rodriguez συνταγματική εξαίρεση που θα της επέτρεπε να λάβει υποβοήθηση για τη διάπραξη αυτοκτονίας, υπό τον όρο της πλήρωσης συγκεκριμένων προϋποθέσεων. 4. Είκοσι δύο χρόνια μετά την απόφαση Rodriguez η νομολογιακή συζήτηση για τον ιατρικώς υποβοηθούμενο τερματισμό της ζωής συνεχίστηκε με την απόφαση Carter v. Canada. Με αυτήν το Ανώτατο ∆ικαστήριο δεν δίστασε να αποστασιοποιηθεί από την προηγούμενη θέση του, αξιοποιώντας τα νέα νομικά δεδομένα που είχαν ανακύψει σχετικά με την κατανόηση των αρχών της προφανούς δυσαναλογίας και υποβαθμίζοντας την κεντρική σημασία που είχε προσδοθεί στο παρελθόν σε στοιχεία, όπως η συναίνεση των δυτικών χωρών στην ανάγκη μίας απόλυτης απαγόρευσης και η απουσία μέτρων προστασίας των ευάλωτων ατόμων.5 Η προθυμία του να αποστεί από την προηγούμενη απόφαση υποδεικνύει ότι το Ανώτατο ∆ικαστήριο του Καναδά δεν αντιλαμβάνεται το ρόλο του ως στατικό ούτε ότι ταυτίζει την προάσπιση της αυθεντίας του με την εμμονή σε προηγούμενες θέσεις του, αλλά δίδει βαρύτητα στο να αφουγκράζεται μεταβολές στην πολιτική και την κοινή γνώμη και να τις αφομοιώνει στη νομολογία του, εξελίσσοντάς τη. Το Ανώτατο ∆ικαστήριο δεν εξέτασε αν υπάρχει υποχρέωση να ζεις, ούτε και συνάγεται ότι την αποδέχεται. Επίσης, δεν διερεύνησε αν υπάρχει συνταγματικό δικαίωμα στον θάνατο, το οποίο υποστηρίζεται ότι πηγάζει από το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του ατόμου, ή υποχρέωση του ιατρού να υποχωρεί στην απαίτηση του ασθενούς να θέσει τέλος στη ζωή του. Έτσι απέφυγε το λογικό αδιέξοδο που προκαλεί η έννοια ενός βιοτικού δικαιώματος στον θάνατο. ∆εν προχώρησε επίσης στην υιοθέτηση μίας ευρύτερης ποιοτικής προσέγγισης του δικαιώματος της ζωής που να μην περιορίζεται στη διατήρησή της, αλλά να προστατεύει την ποιότητά της. Με τον τρόπο αυτό, δεν οδηγήθηκε στην αναγνώριση του δικαιώματος κάποι5 Βλ. LECKEY R., Fundamental Rights, Physician-Assisted Death and the Courts Institutional Role: A Comment on Carter v. Canada (Attorney General), Intl. J. Const. L. Blog, Feb. 9, 2015, διαθέσιμο σε: http://www.iconnectblog.com/2015/02/fundamentalrights-physician-assisted-death-and-the-courts-institutional-role-a-comment-on-carterv-canada-attorney-general.

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

Η απόφαση Carter v. Canada του Α∆ του Καναδά

647

ου να πεθάνει με αξιοπρέπεια, υιοθετώντας τη θέση ότι το δικαίωμα της ζωής συνίσταται στο δικαίωμα κάποιου να μην πεθάνει και θίγεται, όταν απειλείται ο θάνατος ως αποτέλεσμα κρατικής ενέργειας ή νόμου. Υπ’ αυτήν την έννοια, εξέτασε προβληματισμούς σχετικά με την αυτονομία και την ποιότητα της ζωής ως συναφείς με τα δικαιώματα της ελευθερίας και της ασφάλειας. Σε μία συνεπειοκρατική, παρά δεοντοκρατική, προσέγγιση, το Ανώτατο ∆ικαστήριο εστίασε στην αδυναμία των βαρέως και ανίατα πασχόντων να αναζητήσουν ιατρική υποβοήθηση για τον τερματισμό της ζωής, λόγω της απαγόρευσης της υποβοήθησης της αυτοκτονίας στον Καναδά, οι οποίοι έτσι καταδικάζονται στη βάναυση επιλογή ή να αφαιρέσουν τη ζωή τους πρόωρα, συχνά με βίαια ή επικίνδυνα μέσα, ή να υπομένουν σοβαρούς και ανυπόφερτους πόνους, έως ότου επέλθει ο θάνατος με φυσικό τρόπο. Αν και δέχεται ότι η επιλογή της συνολικής διάθεσης του εννόμου αγαθού της ζωής, έστω και με αυτοπροσβολή, δεν γίνεται πάντα υπό καθεστώς πραγματικής ελευθερίας, δεν ωθείται στο συμπέρασμα ότι η απόλυτη απαγόρευση είναι η μοναδική επιλογή για την αποφυγή καταχρήσεων σε βάρος όσων συναινούν. Αντιθέτως, αναγνωρίζει τη δυνατότητα διασφάλισης της εγκυρότερης δυνατής συναίνεσης, ελεύθερης από επηρεασμούς, προς διαφύλαξη ενός δικαιώματος του ασθενούς να αυτοκαθορίζεται ως προς το μέλλον του και να ασκεί έλεγχο επί της σωματικής του ακεραιότητας με βάση τις αξίες και την εμπειρία της ζωής του και τη βαθειά προσωπική και θεμελιώδη αντίληψη για το πώς επιθυμεί τη ζωή του. Στο συμπέρασμα αυτό το δικαστήριο κατέληξε, αφού συνεκτίμησε ένα σύνολο δεδομένων σχετικά με τις πρακτικές και νομικές εξελίξεις στον τομέα του υποβοηθούμενου τερματισμού της ζωής και της αποτελεσματικότητας των ασφαλιστικών δικλείδων για τις ευάλωτες κατηγορίες ατόμων, τις οποίες δρομολόγησε η αύξηση από καμία το 1993 σε οκτώ το 2010 των εννόμων τάξεων που επιτρέπουν κάποιο είδος υποβοηθούμενου θανάτου. Στις χώρες με επιτρεπτική νομοθεσία συγκαταλέγονται η Ολλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Ελβετία, καθώς και οι πολιτείες του Όρεγκον, της Ουάσινγκτον, της Μοντάνα και η περιφέρεια της Κολούμπια στις Η.Π.Α.. Μάλλον θεμελιώνεται ένα ex officio δικαίωμα του ασθενούς που συνεπάγεται ότι δεν υφίσταται άδικη πράξη όταν ο ασθενής ως φορέας συμφερόντων συναινεί έγκυρα στον ανώδυνο θάνατό του, παρά ένα ιατροκεντρικό μοντέλο που βασίζεται στη μη δίωξη του ιατρού που εκτελεί την πράξη με τις προϋποθέσεις του νόμου.

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

Ειρήνη Κυριακάκη

648

Μετά την κρίση περί δυσαναλογίας της απόλυτης απαγόρευσης της ιατρικώς υποβοηθούμενης αυτοκτονίας, εύλογα ανέκυψε το ερώτημα αν θα έπρεπε το δικαστήριο να περιοριστεί στη διαπίστωση των παραγόντων που περιορίζουν την αντισυνταγματικότητα των επίμαχων άρθρων ή να υποδείξει πώς θα αρθεί η δυσαναλογία και τι θα πρέπει να περιλαμβάνει μια ικανοποιητική νομοθεσία για το θέμα. Το δικαστήριο κήρυξε τον νόμο αντισυνταγματικό, απέφυγε ωστόσο να διαμορφώσει ένα ακριβές ρυθμιστικό μοντέλο που θα σέβεται περισσότερο τα δικαιώματα. Αντί να συγκρίνει τις κρινόμενες διατάξεις με ένα υποθετικό, λιγότερο παρεμβατικό νομικό πλαίσιο, το δικαστήριο περιορίστηκε σε μία τεχνοκρατική προσέγγιση σεβασμού της αξιολόγησης των στοιχείων από τον πρωτοβάθμιο δικαστή. Έτσι δόθηκε η δυνατότητα να κηρύξει τον νόμο αντισυνταγματικό, χωρίς να ασκήσει την ηθική του εξουσία και επιρροή και να καθορίσει ένα ακριβές ρυθμιστικό πλαίσιο. Σε αντίθετη περίπτωση αντιμετώπιζε τον κίνδυνο της παραβίασης των ορίων της διάκρισης των εξουσιών και της πρόκλησης σύγχυσης στα διακριτά όρια ανάμεσα σε δικαστές και δημοσίους λειτουργούς. Εν τέλει καλείται το κοινοβούλιο να αντιμετωπίσει τον δύσκολο στόχο να ισορροπήσει την προοπτική αυτών που ενδεχομένως είναι σε κίνδυνο σε ένα επιτρεπτικό καθεστώς έναντι αυτών που επιζητούν υποβοήθηση κατά τον τερματισμό της ζωής, συμβιβάζοντας νομιμότητα και καλή πρακτική και διατυπώνοντας μία πρόταση εξαιρετικής δυνατότητας εφαρμογής της ιατρικής συνδρομής σε αυτοκτονία σε συνδυασμό με μέτρα, ώστε να εντοπίζονται και να αποτρέπονται οι περιπτώσεις εξαναγκασμού και να μη μετατραπεί το δικαίωμα στον θάνατο από ευγενή έκφραση υπέρτατης αυτονομίας σε υποχρέωση θανάτου από λόγους συχνά ταπεινούς, π.χ. οικονομικούς ή κληρονομικούς. Αντίστοιχο δίλημμα σχετικά με τον δικαιοδοτικό του ρόλο, αντιμετώπισε πρόσφατα και το Ανώτατο ∆ικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου. Σε μία πλειοψηφική απόφαση6 αποδέχτηκε ότι η απόλυτη απαγόρευση του ιατρικώς υποβοηθούμενου τερματισμού της ζωής παραβίαζε τα δικαιώματα του ενάγοντος, εκτίμησε ωστόσο ότι τα δεδομένα σχετικά με τις ασφαλιστικές δικλείδες δεν ήταν επαρκή. Το δικαστήριο κατέληξε ότι θα έπρεπε να δοθεί μία ευκαιρία στο Κοινοβούλιο να συζητήσει και να τροποποιήσει τη νομοθεσία επί τη βάσει των απόψεων του δικαστηρίου.7 Βλ. R –μετά από αίτηση του Nicklinson - v. Ministry of Justice (2014) UKSC 38 (2014) 3 All E.R. 843. 7 Βλ. LECKEY R., ό.π. 6

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

Η απόφαση Carter v. Canada του Α∆ του Καναδά

649

5. Αρνητικό εξακολουθεί να παραμένει στο ζήτημα της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας το Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο ∆ικαιωμάτων του Ανθρώπου.8 Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του η απαγόρευσή της δεν παραβιάζει κάποιο από τα άρθρα της ΕΣ∆Α. Χαρακτηριστική για τη στάση του δικαστηρίου είναι η ομόφωνη απόφαση στην υπόθεση Pretty κατά Ηνωμένου Βασιλείου (29.4.2002), η οποία έως σήμερα δεν έχει αναθεωρηθεί.9 Το δικαστήριο δεν πείστηκε ότι από το δικαίωμα στη ζωή που εγγυάται το άρθρο 2 ΕΣ∆Α μπορεί να αντληθεί ένα δικαίωμα στον θάνατο ως αρνητική εκδοχή του δικαιώματος στη ζωή. Το άρθρο 2 προστατεύει το δικαίωμα στη ζωή και δεν συνεπάγεται αρνητικά δικαιώματα. Επομένως, δεν μπορεί, χωρίς στρέβλωση του περιεχομένου του, να συναχθεί ότι προστατεύει το εκ διαμέτρου αντίθετο δικαίωμα του θανάτου. Έτσι, το Ε∆∆Α επιχειρεί να διαμορφώσει μία ενιαία ευρωπαϊκή αντίληψη, αναγνωρίζοντας ότι δεν επιτρέπεται παραίτηση από το δικαίωμα στη ζωή και καταδικάζοντας έτσι ευθέως τις πρακτικές ενεργητικής ευθανασίας. Επίσης, το άρθρο 2 δεν σχετίζεται με ζητήματα σχετικά με την ποιότητα της ζωής ή τις επιλογές του ατόμου για τη ζωή του, αναγνωρίζοντάς του τη νομιμοποίηση να επιλέξει τον θάνατο από τη ζωή. Στον βαθμό που κρίνεται ότι αυτές οι πτυχές είναι τόσο θεμελιακές για την ανθρώπινη κατάσταση, ώστε να απαιτούν προστασία από κρατική παρέμβαση, αυτές μπορεί να αντληθούν από άλλα δικαιώματα που κατοχυρώνονται σε άλλα άρθρα της σύμβασης ή σε άλλα διεθνή κείμενα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επιπλέον το Ε∆∆Α δεν δημιουργεί ένα δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό υπό την έννοια ότι παρέχεται σε ένα άτομο η εξουσία να επιλέξει τη ζωή ή τον θάνατο. Έτσι, το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν αντλείται από το άρθρο 2 της ΕΣ∆Α δικαίωμα στο θάνατο είτε από τρίτον είτε με τη βοήθεια δημόσιας αρχής. Το ∆ικαστήριο του Στρασβούργου στην υπόθεση Pretty δήλωσε ότι δεν έχει παρά συμπάθεια για την κατάσταση της προσφεύγουσας, η οποία, χωρίς την πιθανότητα να τερματίσει τη ζωή της, αντιμετωπίζει την προοπτική ενός επώδυνου θανάτου. Είναι αλήθεια ότι δεν είναι σε θέση να δια8 Βλ. Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο ∆ικαιωμάτων του Ανθρώπου , Sanles Sanles κατά Ισπανίας, no 48335/99, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2000, Haas κατά Ελβετίας, no 31322/07, απόφαση της 20ης Ιανουαρίου 2011, Koch κατά Γερμανίας, no 497/09, απόφαση της 31ης Μαϊου 2011. 9 Βλ. Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο ∆ικαιωμάτων του Ανθρώπου, Pretty κατά Ηνωμένου Βασιλείου, no 2346/02, απόφαση της 29ης Απριλίου 2002. Για τις σχετικές με την ευθανασία και την υποβοηθούμενη αυτοκτονία αποφάσεις του Ε∆∆Α βλ. European Court of Human Rights, Press Unit, Factsheet - Euthanasia and assisted suicide, January 2015.

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

650

Ειρήνη Κυριακάκη

πράξει από μόνη της αυτοκτονία λόγω της σωματικής της ανικανότητας, ενώ το ισχύον νομικό πλαίσιο είναι τέτοιο που ο σύζυγός της αντιμετωπίζει τον κίνδυνο ποινικής δίωξης, αν της προσφέρει τη συνδρομή του. Παρά ταύτα, το δικαστήριο δεν οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι από το άρθρο 3 ΕΣ∆Α απορρέει αξίωση του ατόμου προς το κράτος και αντίστοιχη υποχρέωση του τελευταίου να μην ασκήσει δίωξη στον σύζυγο, αν υποβοηθήσει τη σύζυγό του στην αυτοκτονία ή να παρέχει κατά νόμο την ευκαιρία για κάθε άλλο είδος υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. Ο θάνατος αναιρεί κάθε αξία, κάθε δικαίωμα και το κράτος οφείλει πάνω από όλα να προστατεύει τη ζωή. Το άρθρο 2 εμπεριέχει πρωτίστως την απαγόρευση της χρήσης θανατηφόρων μέσων που μπορούν να οδηγήσουν στον θάνατο ενός ατόμου και δεν επιτρέπει τη θεμελίωση αξίωσης του ατόμου προς το κράτος να επιτρέψει ή να διευκολύνει τον θάνατό του. Στην απόφασή του το δικαστήριο δήλωσε ότι δεν μπορούσε να αποκλείσει πως συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής του άρθρου 8 ΕΣ∆Α, το να εμποδίσεις την ενδιαφερόμενη να πραγματοποιήσει την απόφασή της, να αποφύγει ένα κατά τη γνώμη της ανάξιο και οδυνηρό τέλος. Ωστόσο, ανέφερε ότι μία τέτοια παραβίαση δικαιολογείται αν προβλέπεται στον νόμο, επιδιώκει νόμιμο σκοπό και είναι αναγκαία σε μία δημοκρατική κοινωνία για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών. Υπ’ αυτό το πρίσμα το δικαστήριο συμφώνησε με το βρετανικό κοινοβούλιο ότι το κράτος νομιμοποιείται να ρυθμίζει μέσω του ποινικού δικαίου δραστηριότητες που είναι επιβλαβείς για τη ζωή και την ασφάλεια των ατόμων. Το δικαστήριο δεν θεώρησε ότι η απόλυτη απαγόρευση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας είναι δυσανάλογη, καθώς αντανακλά τη σημασία του δικαιώματος της προστασίας της ζωής και αποσκοπεί στην προστασία των αδύνατων και ευάλωτων ατόμων και ιδιαιτέρως εκείνων που δεν είναι σε θέση να λαμβάνουν μετά από ενημέρωση αποφάσεις που οδηγούν στον τερματισμό της ζωής τους. Παράλληλα, ο νόμος εμπεριέχει ένα σύστημα διατάξεων που επιτρέπει να ληφθούν υπόψη οι συγκεκριμένες περιστάσεις, εντός του πλαισίου του δημοσίου συμφέροντος, τόσο κατά την άσκηση της διώξεως όσο και κατά την επιβολή και την επιμέτρηση της ποινής. Στην απόφαση Pretty κατά Ηνωμένου Βασιλείου γίνεται επίκληση και της καναδικής απόφασης Rodriguez σε σχέση με τους προβληματισμούς που διατυπώνονται σε αυτήν ως προς την αρχή της προσωπικής αυτονομίας και το δικαίωμα κάποιου να λαμβάνει αποφάσεις για το σώμα του.

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

Η απόφαση Carter v. Canada του Α∆ του Καναδά

651

Στην πολυαναμενόμενη απόφαση του τμήματος ευρείας σύνθεσης του δικαστηρίου στην υπόθεση Lambert κατά Γαλλίας το δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με την ενεργητική ευθανασία ή την υποβοηθούμενη αυτοκτονία, αλλά με ένα άλλο εξίσου αμφισβητούμενο ζήτημα, συναφές με το τέλος της ζωής, αυτό της διακοπής των ιατρικών μέσων τεχνητής διατήρησης της ζωής.10 Στο Ε∆∆Α προσέφυγαν οι γονείς, ο ετεροθαλής αδερφός και η αδερφή ενός ασθενούς που μετά από ένα ατύχημα το 2008 είχε μείνει τετραπληγικός, παραπονούμενοι για την απόφαση του γαλλικού Conseil d’ Etat, να κρίνει νόμιμη, με βάση μία ιατρική έκθεση, την απόφαση που έλαβαν οι θεράποντες ιατροί στις 11.1.2014 να διακόψουν την τεχνητή σίτιση και ενυδάτωσή του.11 Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι η διακοπή της τεχνητής σίτισης και ενυδάτωσης θα ήταν αντίθετη προς τις υποχρεώσεις ενός κράτους που απορρέουν από το άρθρο 2 της ΕΣ∆Α. Επίσης, προέβαλαν ότι η στέρηση της τροφής και του νερού συνιστά κακή μεταχείριση που προσεγγίζει τα όρια του βασανιστηρίου και παραβιάζει το άρθρο 3 της ΕΣ∆Α, καθώς και παρέμβαση στη σωματική ακεραιότητα του ασθενούς και στο δικαίωμα του σεβασμού της οικογενειακής ζωής με τον αδερφό τους (άρθρο 8 ΕΣ∆Α). Στις 24.6.2014 το Ε∆∆Α ζήτησε την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης του γαλλικού ανώτατου δικαστηρίου για όσο διαρκεί η διαδικασία ενώπιόν του. Εν τέλει με την από 5.6.2015 απόφασή του, το Ε∆∆Α αποφάσισε κατά πλειοψηφία ότι η εφαρμογή της απόφασης του Conseil d’ Etat δεν θα συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 2 της ΕΣ∆Α.12 Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το δικαστήριο, η διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν παρουσιάζει κανένα σφάλμα και ως εκ τούτου η απόφαση που λήφθηκε είναι νόμιμη, διότι συνεκτιμήθηκαν η μη ιάσιμη φύση της βλάβης του ασθενούς και η κλινική πρόγνωση για την κατάστασή του, οι επιθυμίες που, σύμφωνα με την κατάθεση της συζύγου και ενός εκ των αδερφών του, είχε εκ10 Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο ∆ικαιωμάτων του Ανθρώπου, Lambert κατά Γαλλίας, no 46043/14, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2015. 11 Για την υπόθεση και την απόφαση βλ. το από 5.6.2015 δελτίο τύπου Ε∆∆Α. 12 Το Ε∆∆Α δεν αναγνώρισε στους προσφεύγοντες τη νομιμοποίηση να εγείρουν εξ ονόματος του ασθενούς παραβίαση των άρθρων 2, 3 και 8 ΕΣ∆Α, αλλά περιορίστηκε να εξετάσει τα ζητήματα που αναφύονται στο πλαίσιο του άρθρου 2 ΕΣ∆Α και τα οποία οι προσφεύγοντες έθεσαν εξ ονόματός τους. Αναφορικά με την επικαλούμενη από τους προσφεύγοντες παραβίαση του άρθρου 8 ΕΣ∆Α, το Ε∆∆Α έκρινε ότι απορροφάται από την επίκληση παραβίασης του άρθρου 2 ΕΣ∆Α και περιττεύει η αυτοτελής εξέτασή της.

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

652

Ειρήνη Κυριακάκη

φράσει πριν από το ατύχημα να μη διατηρηθεί με τεχνητά μέσα εν ζωή, αλλά και οι απόψεις της ευρύτερης οικογένειας. Το Ε∆∆Α παρατήρησε ότι δεν υπάρχει συναίνεση μεταξύ των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης υπέρ του επιτρεπτού της διακοπής ιατρικών μέτρων παράτασης της ζωής. Επομένως, σε σχέση με το ζήτημα αυτό που αφορά στο τέλος της ζωής, θα πρέπει να αναγνωρίζεται στα κράτη μέρη ένα πεδίο διακριτικής ευχέρειας. Με αυτήν την αφετηρία, το Ε∆∆Α εκτίμησε ότι οι όροι που θέτει ο γαλλικός νόμος της 22ης Απριλίου 2005 (νόμος Leonetti) συνιστούν ένα επαρκές νομικό πλαίσιο που διαχωρίζει ανάμεσα στην εκ προθέσεως αφαίρεση της ζωής, η οποία απαγορεύεται, και τη διακοπή των μέτρων παράτασής της, την οποία επιτρέπει σε ορισμένες περιπτώσεις, και ρυθμίζει με ακρίβεια τις αποφάσεις που λαμβάνουν οι ιατροί σε καταστάσεις, όπως η συγκεκριμένη, με γνώμονα την προστασία της ζωής. Έχοντας πλήρη επίγνωση της σημασίας των ιδιαίτερα σύνθετων ιατρικών, νομικών και ηθικών ζητημάτων που εγείρει η κρινόμενη υπόθεση, το Ε∆∆Α επανέλαβε ότι ο ρόλος του εντοπιζόταν στον έλεγχο της συμμόρφωσης του κράτους με τις θετικές υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 2 της ΕΣ∆Α. Ειδικότερα, αποτελούσε πρωταρχικό καθήκον των εγχώριων αρχών να πιστοποιήσουν αν η απόφαση των ιατρών για διακοπή της τεχνητής σίτισης και ενυδάτωσης είναι συμβατή με την εθνική νομοθεσία και την ΕΣ∆Α και να μεριμνήσουν για τον σεβασμό των επιθυμιών του ασθενούς σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Υπ’ αυτό το πρίσμα, το Ε∆∆Α απεφάνθη ότι εξετάστηκαν ενδελεχώς τα δεδομένα της κριθείσας περίπτωσης, σε συνέχεια της οποίας εκφράστηκαν και συνεκτιμήθηκαν όλες οι απόψεις σε συνδυασμό με μία ιατρική γνωμοδότηση και τις γενικές παρατηρήσεις από υψηλόβαθμες ιατρικές επιτροπές και επιτροπές ηθικής. Συνοψίζοντας, το Ε∆∆Α έκρινε ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο που θέτει το εθνικό δίκαιο, όπως ερμηνεύτηκε από το Conseil d’ Etat, και ο τρόπος που εφαρμόστηκε κατά τη διαδικασία λήψης απόφασης, εναρμονίζονται με τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 2 ΕΣ∆Α. 7. Η σύγχρονη τεχνολογία έχει επιτρέψει, σήμερα την τεχνητή παράταση της ζωής, με την υποστήριξη της λειτουργίας ζωτικών οργάνων, συχνά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την ύπαρξη επώδυνων και θανατηφόρων ασθενειών και την αύξηση του προσδόκιμου της ζωής, δημιουργεί σοβαρά ηθικά διλήμματα, κυρίως διότι η παράταση της ζωής δεν συνοδεύεται από μια έλλογη προσδοκία βελτίωσης της υγείας και, πολύ περισσότερο, θεραπείας του ασθενούς. Υπ’ αυτό το πρίσμα και σε συνδυασμό με τις αντιλήψεις για την αυτονομία του ατόμου κερδίζει έΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

Η απόφαση Carter v. Canada του Α∆ του Καναδά

653

δαφος ο πλουραλισμός των ιδεών και ο ατομοκεντρικός φιλελευθερισμός που οδηγεί στη διαμόρφωση μίας διεθνούς τάσης υποχώρησης από την απαγόρευση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας.13 Είναι καθήκον της οργανωμένης κοινωνίας ως εγγυήτριας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του πολίτη να διεξάγει νηφάλια και ρεαλιστικά τη σχετική συζήτηση, οριοθετώντας ανάμεσα στον βασανιστικό φόβο του αρρώστου που υποφέρει από αβάσταχτους πόνους και τον κίνδυνο να σχετικοποιηθεί η ιερότητα της ζωής και να εκτεθεί σε καταχρήσεις.14 Τόσο η διεύρυνση του επιτρεπτού της ευθανασίας όσο και η ασφυκτική απαγόρευσή της μπορούν εξίσου να οδηγήσουν σε παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου-πολίτη και πρώτα από όλα σε παραβίαση του δικαιώματός του για αυτοκαθορισμό.15 Σε κάθε περίπτωση για την αποφυγή παραβιάσεων των δικαιωμάτων των ασθενών είναι αναγκαία η κάλυψη των νομοθετικών και ερμηνευτικών κενών από τον ίδιο τον νομοθέτη, ο οποίος πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του, παρέχοντας και στον ιατρό ανάλογη ασφάλεια.

Βλ. ΨΑΡΟΥΛΗΣ ∆./ΒΟΥΛΤΣΟΣ Π., Ιατρικό ∆ίκαιο. Στοιχεία Βιοηθικής, Θεσ/κη 2010, σελ. 409. 14 Βλ. ΠΑΠΑ∆ΗΜΗΤΡΙΟΥ Ι., Εισαγωγή, εις: εις: Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής, Ευθανασία, Αθήνα 2012, σελ. 47, ΨΑΡΟΥΛΗΣ ∆./ΒΟΥΛΤΣΟΣ Π., Ιατρικό ∆ίκαιο. Στοιχεία Βιοηθικής, Θεσ/κη 2010, σελ. 409. 15 Βλ. ΨΑΡΟΥΛΗΣ ∆./ΒΟΥΛΤΣΟΣ Π., όπ.π.. 13

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (ΤοΣ) 3/2015

Lihat lebih banyak...

Comentários

Copyright © 2017 DADOSPDF Inc.