Τα Αγιορειτικά Μετόχια ως χώροι πνευματικής δημιουργίας / The Athonite metochia as a cultural environement

Share Embed


Descrição do Produto

M O U N T

A T H O S

C E N T E R

£' ªËÁ¶¢Ä¹Ã 2014

"H EΞΑΚΤΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΣΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞO ΚΟΣΜΟ: ΤΑ ΜΕΤΟΧΙΑ"

Θ' ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚO ΣΥΝEΔΡΙΟ IX INTERNATIONAL SCIENTIFIC CONFERENCE

«Η ΕΞΑΚΤΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΣΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΚΟΣΜΟ: ΤΑ ΜΕΤΟΧΙΑ» MOUNT ATHOS: SPREADING THE LIGHT TO THE ORTHODOX WORLD: THE METOCHIA

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ CONFERENCE PROCEEDINGS

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 21-23 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2014 ΑΙΘΟΥΣΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ

THESSALONIKI 21-23 NOEMBRIOY 2014

HALL OF THE CENTRAL MUNICIPAL LIBRARY OF THESSALONIKI

473

Συμεών Ἀ. Πασχαλίδης

Τά ἁγιορειτικά μετόχια ὡς χῶροι πνευματικῆς δημιουργίας

Ὅπως εἶναι εὐρέως γνωστό, τά μετόχια πού δημιουργήθηκαν ἀπό ἁγιορειτικές μονές, λειτούργησαν ὡς ἡ παραγωγική ἐνδοχώρα τους, δεδομένου τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ ἀθωνική χερσόνησος δέν διέθετε ἐπαρκή χῶρο γιά τή δημιουργία παραγωγικῶν μονάδων σέ τέτοια ἔκταση πού νά μπορεῖ νά καλύψει τίς ἀνάγκες λειτουργίας τῶν Μονῶν1. Τό φαίνομενο, ὅπως εἶναι γνωστό, ἐμφανίζεται πολύ πρώϊμα, ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῶν κτιτόρων τῶν πρώτων κοινοβίων, καί ἐξελίσσεται καθόλη τή βυζαντινή καί μεταβυζαντινή περίοδο. Ἐκτός, ὡστόσο, ἀπό παραγωγικές καί οἰκονομικές μονάδες, τά ἁγιορειτικά μετόχια, ἰδίως μάλιστα αὐτά πού ἀναπτύχθηκαν σέ ἀστικά περιβάλλοντα, διακρίνονται καί γιά μία ἄλλη λειτουργία τους πού ἀνταποκρίνεται στήν πνευματική φυσιογνωμία τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ καί δέν ἔχει ἐπισημανθεῖ ἤ μελετηθεῖ ἐπαρκῶς. Πρόκειται γιά τή λειτουργία τους ὡς χώρων πνευματικῆς δημιουργίας, ὑπό τήν εὐρεία ἔννοια τοῦ ὅρου. Αὐτό σημαίνει ὅτι σέ ἁγιορειτικά μετόχια διέμειναν κατά περιόδους ἐγγραμματισμένοι οἰκονόμοι καί μετοχιάριοι μοναχοί μέ εὐρύτερα πνευματικά ἐνδιαφέροντα, πού ἄφησαν τό ἀποτύπωμά τους στήν πνευματική ἱστορία αὐτῶν τῶν ἁγιορειτικῶν κτήσεων καί ὁδήγησαν στόν πλουτισμό τους μέ σημαντικό ἀριθμό χειρογράφων καί ἐντύπων βιβλίων, μεγάλο μέρος τῶν ὁποίων ἐντοπίζεται σήμερα στίς Βιβλιοθῆκες τῶν κυρίαρχων μονῶν. Πρέπει κατ᾽ ἀρχήν νά σημειώσουμε ὅτι σέ ἁγιορείτικα μετόχια διέμειναν ἐνίοτε καί σημαντικές μορφές τῆς βυζαντινῆς ἐκκλησίας, στοιχεῖο πού κατα1. Γιά μία γενική καταγραφή τους βλ. τήν παλαιότερη μελέτη τοῦ Π. Θεοδωρίδη, «Πίνακας Τοπογραφίας τοῦ Ἁγιορειτικοῦ παραγωγικοῦ χώρου», Κληρονομία 13 (1981), 331-430. Βλ. ἐπίσης ἐνδεικτικά Γ. Τσιοράν, Σχέσεις τῶν Ρουμανικῶν χωρῶν μετά τοῦ Ἄθω καί δή τῶν Μονῶν Κουτλουμουσίου, Λαύρας, Δοχειαρίου καί Ἁγ. Παντελεήμονος ἤ τῶν Ρώσων, Ἀθῆναι 1938· Μ. Γεδεών, «Ἁγιορειτικά Μετόχια ἐν Ἐπτανήσῳ», Μακεδονικά 1 (1940), 384-387· P. Νăsturel, Le Mont Athos et les Roumains. Recherches sur leurs relations du milieu du XIVe siècle à 1654, [OCA 227], Roma 1986· J. Haldon, «Limnos, Monastic Holdings and the Byzantine State, ca. 1261-1453», A. Bryer – H. Lowry (ἐπιμ.), Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society, Birmingham-Washington, D.C. 1986, 161-212. Εἰδικότερα γιά τήν περιοχή τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας βλ. τό Ἐπίμετρο «Τά Ἁγιορειτικά μετόχια στήν Ἀνατολική Μακεδονία» στή μελέτη μας, Τά Μοναστήρια τῆς Μακεδονίας, τ. Α΄ Ἀνατολική Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1996, 481-499.

474

Σ. Πασχαλίδης

δεικνύει τή λειτουργία τους, στίς περιοχές ὅπου αὐτά δημιουργήθηκαν καί ἀναπτύχθηκαν, ὡς νησίδων τῆς ἁγιορειτικῆς ζωῆς καί πνευματικότητας. Εἶναι ἰδιαίτερα χαρακτηριστική ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ὁ ὁποῖος, κατευθυνόμενος πρός τό Ἅγιον Ὄρος, εἶχε φιλοξενηθεῖ ἐπί μακρόν στό Βατοπαιδινό μετόχι τῆς Λήμνου, ἐξαιτίας τῶν γεγονότων τῆς πολιορκίας τοῦ νησιοῦ2. Σέ ἐπιστολή του πρός τούς πατέρες τῆς μονῆς Βατοπαιδίου ἐξειδικεύει τό λόγο του στήν ἐκεῖ διαμονή του, ἐγκωμιάζοντας τούς μετοχιάριους μοναχούς πού τόν εἶχαν φιλοξενήσει: «Πολλὴν δὲ παράκλησιν εὕρομεν παρὰ τῶν ἐνταῦθα εὑρεθέντων ἀδελφῶν ὑμῶν, τοῦ τε τιμιωτάτου ἐκκλησιάρχου καὶ τοῦ μεγάλου οἰκονόμου καὶ τῶν λοιπῶν, οὓς ὡς ἐμψύχους εἰκόνας εἴδομεν τῆς ὑμετέρας ἀγάπης καὶ εὐλαβείας· ἐξένισαν γὰρ πολλάκις ἡμᾶς καὶ ἀνέπαυσαν καὶ παρεμυθήσαντο»3. Τὸ «ἐνταῦθα» μάλιστα τοῦ ἀνωτέρω χωρίου μᾶς ἐπιτρέπει νά θεωρήσουμε βάσιμα ὅτι ὁ ἅγιος Μάρκος συνέταξε αὐτή τήν ἐπιστολή εὑρισκόμενος ἀκόμη στό Βατοπαιδινό μετόχι τῆς Λήμνου, ἀπ᾽ ὅπου ἀπέστειλε καί ἄλλα ἔργα του, συνεπῶς τό 1442 ἤ λίγο ἀργότερα4. Ἀξίζει ἐπίσης νά ἐπισημανθεῖ ὅτι καί ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καί νέος κτίτορας τῆς μονῆς Διονυσίου ἅγιος Νήφων Β´ εἶχε καταφύγει ἐξόριστος, μετά τό τέλος τῆς δεύτερης πατριαρχίας του, στό Λαυριώτικο μετόχι τοῦ ἁγίου Στεφάνου στήν Ἀδριανούπολη5. Ἐκεῖ, μάλιστα, σύμφωνα μέ τό Βίο του, τόν ἐπισκέφθηκε τό 1502 ὁ ἡγεμόνας τῆς Bλαχίας Pάδου Δ´ ὁ Μέγας καί τοῦ ζήτησε νά τόν ἀκολουθήσει στή χώρα του6. Ἐπιπλέον, σέ μερικές περιπτώσεις μέ τά ἁγιορειτικά μετόχια σχετίζονται καί ἀθωνίτες Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι εἴτε διέμειναν προσωρινά σέ αὐτά, ὅπως ὁ ὁσιομάρτυρας Κύριλλος ὁ Χιλανδαρινός († 1566)7 καί ὁ ἱερομάρτυρας Δαμασκηνός 2. Γιὰ τὸ Βατοπαιδινὸ μετόχι στὴ Λῆμνο βλ. H. W. Lowry, «The Island of Limnos: A Case Study on the Continuity of Byzantine Forms Under Ottoman Rule», στὸ Bryer & Lowry, Continuity, 235-259· H. W. Lowry, «The fate of Byzantine monastic properties under the Ottomans: examples from Mount Athos, Limnos and Trabzon», Α. Bryer – M. Ursinus (ἐπιμ.), Manzikert to Lepanto. The Byzantine World and the Turks 1071-1571 [= BF XVI (1991)], 285· ὁ ἴδιος, Fifteenth Century Ottoman Realities: Christian peasant life in the Aegean island of Limnos, Istanbul 2002. 3. Kὺρ Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ (Marci Ephesii Epistola ad Moderatorem Monasterii Vatopedii in Monte Atho), Patrologia Orientalis 17 (Paris 1923), 340.7-13. 4. Βλ. Σ. Πασχαλίδης, «Ὄψεις τῆς ἁγιορειτικῆς ἱστορίας καί πνευματικότητας κατά τόν 15ο καί 16ο αἰώνα», ΣΤ´ Διεθνές Ἐπιστημονικό Συνέδριο: Τό Ἅγιον Ὄρος στόν 15ο καί 16ο αἰώνα. Πρακτικά Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 2012, 230. 5. V. Grecu, Viaţa Sfântului Nifon. O redacţiune grecească inedită, Bucuresti 1944, σ. 74.16-19: «Ἀφ᾽ οὗ δὲ ἔφθασαν εἰς τὴν Ἀδριανούπολιν, τοῦ ἐδόθη ἄδεια νὰ κατοικῇ εἰς μίαν ἐκκλησίαν τοῦ ἁγίου Στεφάνου μέσα εἰς τὴν πόλιν μὲ φύλαξιν ἀκριβεστάτην». Βλ. καί M. Kακοῦρος, «Ἡ πρώτη ἀσματική Ἀκολουθία (ca 151416) πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Νήφωνος, ὁ ἐκεῖ περιεχόμενος συναξαρικός Βίος καί οἱ νεώτερες Ἀκολουθίες (19ος αἰ.)», Ἱερά Μονή Διονυσίου, Ὁ Ἅγιος Νήφων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1508-2008). Τόμος ἐπετειακός ἐπί τῇ συμπληρώσει πεντακοσίων ἐτῶν ἀπό τῆς κοιμήσεως αὐτοῦ, Ἅγιον Ὄρος 2008, 341. Πρβλ. ἀρχιμ. Πέτρος καθηγ. Μονῆς Διονυσίου, «Ὁ ἅγιος Νήφων καί ἡ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει καί τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τοῦ ἁγίου Διονυσίου διατριβή καί πολιτεία αὐτοῦ», Ἱ. Μονή Διονυσίου, Ὁ Ἅγιος Νήφων, ὅ.π., 68 σημ. 75. 6. V. Grecu, ὅ.π., 76-78. Βλ. ἐπίσης Φλ. Μαρινέσκου, «Ἡ μαρτυρία καί τό ἔργο τοῦ Ἁγίου Νήφωνος στήν Βλαχία», Ἱ. Μονή Διονυσίου, Ὁ Ἅγιος Νήφων, ὅ.π., 134-136. 7. Βλ. ἀρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτης, «Ἕνας εἰσέτι ἄγνωστος Ἁγιορείτης Ὁσιομάρτυς», Ἁγιορειτική Βιβλιοθήκη

Τά ἁγιορειτικά μετόχια ὡς χῶροι πνευματικῆς δημιουργίας

(† 1771), ὁ ὁποῖος διέμεινε, κατά τή διάρκεια μιᾶς ζητείας, στό Χιλανδαρινό μετόχι στό Σβιστόφ τῆς Βουλγαρίας, ὅπου καί συνελήφθη ἀπό τούς Τούρκους καί ὑπέστη μαρτυρικό θάνατο δι᾽ ἀπαγχονισμοῦ8, καθώς καί ὁ ὁσιομάρτυρας Χριστόφορος ὁ Διονυσιάτης († 1808), εἴτε ὑπῆρξαν οἰκονόμοι τῶν μετοχίων τῶν μονῶν τους, ὅπως ὁ ἐπίσης Χιλανδαρινός ὅσιος Ραφαήλ, ὁ ὁποῖος παρέμεινε στό Χιλανδαρινό μετόχι στήν περιοχή τοῦ Βανάτου ὥς τήν κοίμησή του κατά τό πρῶτο μισό τοῦ 17ου αἰῶνος9. Μαρτυρικό θάνατο βρῆκαν καί ἀρκετοί ἁγιορεῖτες μετοχιάριοι μοναχοί κατά τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἀλλά καί κατά τήν ὀδυνηρή γιά τόν Ἑλληνισμό περίοδο τοῦ ξεριζωμοῦ του ἀπό τίς πατρογονικές του ἑστίες κατά τίς πρῶτες δεκαετίες τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα10. Γνωρίζουμε ἐπίσης ὅτι ὁ βουλγαρικῆς καταγωγῆς ὅσιος καί ἐπίσκοπος Βράτσης Σωφρόνιος, ὅταν ἔφθασε στή Βλαχία καί κατέληξε τό 1803 στό Βουκουρέστι, διετέλεσε ἀπό τό 1810, μετά τή συνάντησή του μέ τόν Οὑγγροβλαχίας Δοσίθεο, ὁ ὁποῖος τόν σύστησε καί στόν Κωνσταντίνο Ὑψηλάντη, ἡγούμενος τοῦ Σιμωνοπετρίτικου μετοχίου Μιχαήλ Βόδα καί ἀσχολήθηκε κυρίως μέ μεταφράσεις βίων ἁγίων ἀπό τά ἑλληνικά στά σλαβονικά ὥς τό θάνατό του στίς 22 ἤ 23 Σεπτεμβρίου τοῦ 181311. Ἀλλά καί ὁ Μολδαβός ὅσιος Ἀντίπας ἐπέστρεψε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος στήν πατρίδα του τό 1860, γιά νά συνδράμει στήν ἀνέγερση τοῦ μετοχίου τῆς ΚΒ´ (1957), 395-399· Στ. Παπουτσάκης, «Ὁ νεομάρτυς Kύριλλος ὁ Θεσσαλονικεύς κατά τό Ἀθωνιτικόν χφ. 3881 (347)», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 60 (1977), 201-210· Σ. Πασχαλίδης, «Kύριλλος, ὁσιομάρτυς», Τό Ἁγιολόγιον τῆς Θεσσαλονίκης, τ. Α´, Θεσσαλονίκη 1996, 375-378· πρ. Κ. Χαλβατζάκης, Ὁ ὅσιος Κύριλλος ὁ Θεσσαλονικεύς, Θεσσαλονίκη 2005· μον. Μωϋσῆς Ἁγιορείτης, Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Θεσσαλονίκη 2008, 399. 8. Βλ. Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἐνετίησι 1799, 213. Πρβλ. Δ. Γόνης, «Βουλγαρικά Μαρτυρολόγια στό Νέον Μαρτυρολόγιον τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου», Πρακτικά Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου: Ἅγιος Nικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁ Nάξιος. 250 χρόνια ἀπό τήν γέννησίν του [= EEKM IΘ΄ (2004-2005)], Ἀθήνα 2005, 64· Μωϋσῆς Ἁγιορείτης, Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅ.π., 479. 9. Βλ. Κ. Παυλικιάνωφ, Σλάβοι μοναχοί στό Ἅγιον Ὄρος ἀπό τόν Ι´ ὥς τόν ΙΖ´ αἰώνα, Θεσσαλονίκη 2002, 283-284· Μωϋσῆς Ἁγιορείτης, Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅ.π., 427. 10. Πρόκειται γιά ἕνα μεγάλο ἀριθμό ἁγιορειτῶν οἰκονόμων ἀπό τά ἁγιορείτικα μετόχια τῆς Χαλκιδικῆς πού βρῆκαν τραγικό θάνατο στή Θεσσαλονίκη ἀμέσως μετά τήν καταστολή τῆς ἐπαναστάσεως στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπως διεκτραγωδεῖται ἀπό τόν Δοσίθεο Κωνσταμονίτη. Βλ. Ἰ. Μαμαλάκης, «Δοσιθέου Κωνσταμονίτου, Νέον Ὑπόμνημα τῶν νεοφανῶν Ἱερομαρτύρων καί Ὁσιομαρτύρων», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 46 (1963), 333: «Διότι, ὅσοι Γέροντες εὑρέθησαν τότε εἰς τὰ Μοναστηριακὰ Μετόχια ἔξω τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅλοι ἐφυλακώθησαν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην». Πρβλ. Ἰ. Μαμαλάκης, «Διήγησις περί Ἁγίου Ὄρους ἐν καιρῷ τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821», ΕΕΦΣΠΘ Ζ΄ (1957), 221, 229· Σ. Πασχαλίδης, «Μάρτυρες ΡΞΔ´», Τό Ἁγιολόγιον τῆς Θεσσαλονίκης, τ. Β´, Θεσσαλονίκη 1997, 30-32. Σέ ἁγιορείτικα μετόχια τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης καί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μαρτύρησαν καί οἱ ὁσιομάρτυρες Εὐδόκιμος Ἰβηρίτης († 1913), Ἰωσήφ καί Ἱλαρίων Παντοκρατορινοί († 1922) καί οἱ μετοχιάριοι μοναχοί στό μετόχι «Ἁγιασμάτ» τῆς ἴδιας μονῆς τό 1856, μετά τόν Κριμαϊκό πόλεμο. 11. Βλ. Κ. Παυλικιάνωφ, «Ἡ ἀθωνική μονή Σιμωνόπετρα ἀπό τό 1800 ἕως καί τό 1830», Ἠπειρωτικά Χρονικά 43 (2009), 391-394. Γιά τόν Σωφρόνιο Βράτσης βλ. Ἀ.-Α. Ταχιάος, Σωφρονίου ἐπισκόπου Βράτσας, Ἡ ζωή καί τά παθήματα, Θεσσαλονίκη 2002· Β. Μαραγκός, Παΐσιος Χιλανδαρινός καί Σωφρόνιος Βράτσης. Ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ἰδεολογία στή διάπλαση τῆς βουλγαρικῆς ταυτότητας, [Ἐθνικό Ἵδρυμα Ἐρευνῶν/Ἰνστιτοῦτο Νεοελληνικῶν Ἐρευνῶν], Ἀθήνα 2009· Μωϋσῆς Ἁγιορείτης, Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, 553· Μ. Καραμούζη, «Σημεῖα ἐπαφῆς τῆς αὐτοβιογραφίας τοῦ Σωφρονίου Βράτσας μέ τό νεοελληνικό Διαφωτισμό», Σπαράγματα Βυζαντινοσλαβικῆς Κληρονομιᾶς. Χαριστήριος Τόμος στόν Ὁμότιμο Καθηγητή Ἰ. Ταρνανίδη, Θεσσαλονίκη 2011, 269-275.

475

476

Σ. Πασχαλίδης

Ρουμανικῆς Σκήτης τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό Ἰάσιο12, ἐνῶ ὁ νεότερος Ρῶσος ὅσιος Ἀριστοκλῆς ὁ Ἀθωνίτης διέμεινε ἀπό τό 1887 καί μεταξύ τῶν ἐτῶν 19091918 στό μετόχι τῆς μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος στή Μόσχα, ὅπου καί ἀπεβίωσε, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἐπιτελέσει σημαντικό καί πολυετές ἀνακαινιστικό καί πνευματικό ἔργο13. Ἡ παρουσία λογίων μοναχῶν στά ἁγιορειτικά μετόχια Στό πλαίσιο πού προδιαγράψαμε τοποθετεῖται καταρχήν ἡ λειτουργία τῶν ἀστικῶν κυρίως ἁγιορειτικῶν μετοχίων ὡς χώρων παραμονῆς ἐγγραμματισμένων ἁγιορειτῶν μοναχῶν οἱ ὁποῖοι μετέβαιναν στίς χῶρες ἤ στίς πόλεις στίς ὁποῖες αὐτά εὑρίσκονταν γιά νά διεκπεραιώσουν διάφορες ὑποθέσεις τῶν κυρίαρχων μονῶν ἤ γιά νά τά διοικήσουν. Ἡ παρουσία αὐτῶν τῶν προσώπων σέ ἁγιορειτικά μετόχια, πού καταγράφεται κυρίως κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, συνεπαγόταν συνήθως καί τήν ἐνασχόλησή τους μέ συγγραφικό ἤ ἐκπαιδευτικό ἔργο ἤ τή σύσταση βιβλιοθηκῶν, οἱ ὁποῖες συχνά κατέληξαν στίς κυρίαρχες μονές καί ἐνσωματώθηκαν στίς Βιβλιοθῆκες τους. Οἱ δύο πιό πρώιμες περιπτώσεις πού θα μνημονεύσουμε ἀφοροῦν σέ δύο λογίους ἱερομονάχους προερχόμενους ἀπό τή μονή Ἰβήρων. Πρόκειται κατ᾽ ἀρχήν γιά τόν ἀρχιμανδρίτη Διονύσιο Ἰβηρίτη, δεύτερο ἡγούμενο τοῦ Ἰβηρίτικου μετοχίου-μονῆς τοῦ ἁγίου Νικολάου στή Μόσχα, ἀπέναντι ἀπό τό Κρεμλίνο, τό ὁποῖο εἶχε παραχωρηθεῖ ἀπό τόν τσάρο Ἀλέξιο Μιχαήλοβιτς τό 1653/4, στό πλαίσιο τῶν πνευματικῶν σχέσεων μεταξύ τῆς μονῆς Ἰβήρων καί τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, πού καλλιεργοῦνται κατά τήν περίοδο αὐτή μέ τήν παρουσία τοῦ δραστήριου πατριάρχη Μόσχας Νίκωνος, καί τῆς φύλαξης σέ αὐτό τοῦ ἀντιγράφου τῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Πορταΐτισσας14. Πέραν τῶν σημαντικῶν πληροφοριῶν πού παρέχει ὁ Διονύσιος στό ἔργο του Ἱστορία τῆς Ρωσίας γιά τή μονή-μετόχι τοῦ ἁγίου Νικολάου, μᾶς ἐνδιαφέρει γιά τό θέμα μας τό γεγονός ὅτι ὁ Διονύσιος μετέφερε τό 1660 ἀπό τή μονή Ἰβήρων στό μετόχι τοῦ ἁγίου Νικολάου τῆς Μόσχα δεκατέσσερα βιβλία, ἐκ τῶν ὁποίων μάλιστα τά πέντε ἦταν χειρόγραφα15. 12. Βλ. ἱερομ. Ἀντώνιος, Bίοι Ἀθωνιτῶν τοῦ 19ου αἰῶνος, τ. Β´, Ὀρμύλια 1995, 139-159· Ἱ. Ἰβηριτικόν Κελλίον Ἁγ. Ἄννης, Ὅσιος Ἀντίπας ὁ Ἀθωνίτης († 10 Ἰανουαρίου 1882). Βίος καί Ἀκολουθία, Καρυές 2007· Μωϋσῆς Ἁγιορείτης, Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅ.π., 639-640. 13. Βλ. μον. Μωϋσῆς Ἁγιορείτης, «Βίος τοῦ ὁσίου Ἀριστοκλῆ τοῦ Ἀθωνίτου Γέροντος τῆς Μόσχας († 1918)», Πρωτᾶτον τχ. 101 (2006), 563-569· ὁ ἴδιος, Οἱ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅ.π., 645-646 14. Βλ. Γερ. Σμυρνάκης, Τό Ἅγιον Ὄρος, Καρυές 1988 (φωτ. ἀνατ.), 479· Ὄλ. Ἀλεξανδροπούλου, Ὁ Διονύσιος Ἰβηρίτης καί τό ἔργο του Ἱστορία τῆς Ρωσίας, Ἡράκλειο 1994, 41-50· ἡ ἴδια, «Ἡ ἑλληνική μονή Ἁγίου Νικολάου στή Μόσχα. Στοιχεῖα ἀπό τήν ἱστορία τῶν ἑλληνορωσικῶν σχέσεων στό δεύτερο μισό τοῦ 17ου αἰώνα». Μεσαιωνικά καί Νέα Ελληνικά 6 (2000), 111-154· Κρ. Χρυσοχοΐδης, «Ἄθως καί Ρωσία (15ος-18ος αἰώνας). Ἰδεολογήματα καί πραγματικότητες (Μιά προσέγγιση)», Ὄ. Κατσιαρδῆ-Hering – Ἀ. Κόλια-Δερμιτζάκη – Κ. Γαρδίκα (ἐπιμ.), Ρωσία καί Μεσόγειος. Πρακτικὰ Α´ Διεθνοῦς Συνεδρίου, τ. Α´, Ἀθήνα 2011, 276-277. 15. Ἀλεξανδροπούλου, Ὁ Διονύσιος Ἰβηρίτης, ὅ.π., 87. Πρβλ. μον. Θεολόγος Ἰβηρίτης, «Ἱστορικό Περίγραμμα τῆς συλλογῆς τῶν ἑλληνικῶν χειρογράφων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων», Ἱ. Μονή Ἰβήρων, Κατάλογος Ἑλληνικῶν Χειρογράφων, τ. Α´, Ἅγιον Ὄρος 1998, 244.

Τά ἁγιορειτικά μετόχια ὡς χῶροι πνευματικῆς δημιουργίας

Ὁ Διονύσιος Ἰβηρίτης εἶχε μεταβεῖ ἐπίσης τό 1650 στή Βλαχία καί εἶχε ἐργαστεῖ ἐκεῖ ὡς ἐπιμελητής ἐκδόσεων (Ψαλτήριο 1650), ἐνῶ μετά τήν ἡγουμενία του στό μετόχι τοῦ ἁγίου Νικολάου στή Μόσχα, ἀνέλαβε τό 1670 προϊστάμενος τοῦ Ἰβηρίτικου μετοχίου τῆς Ἁγίας Τριάδος Radu Voda στό Βουκουρέστι16. Μάλιστα λίγo ἀργότερα ὁ Διονύσιος κατεστάθη καί μητροπολίτης Οὑγγροβλαχίας. Ἡ δεύτερη περίπτωση πού ἐντοπίσαμε παρουσιάζει ἐπίσης ἐξαιρετικό ἐνδιαφέρον. Πρόκειται γιά τόν Ἰβηρίτη ἱεροδιάκονο Κοσμᾶ, ὁ ὁποῖος ἐμφανίζεται ὡς μεταφραστής καί γραφέας ἑνός πολύ σημαντικοῦ ἔργου τῆς ρωσικῆς ἁγιολογικῆς γραμματείας, τοῦ Πατερικοῦ τῆς μονῆς τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου, κατά τή διάρκεια τῆς παραμονῆς του στό ἴδιο Ἰβηρίτικο μετόχι στή Μόσχα. Συγκεκριμένα, ὁ Κοσμᾶς μετέφρασε στά ἑλληνικά τή σλαβονική μετάφραση πού εἶχε πραγματοποιηθεῖ μέ ἐπιμέλεια τοῦ ἀρχιμανδρίτη Innokentij Gizel’ καί ἐκδοθεῖ τό 1661, ἡ ὁποία γνώρισε καί ἄλλες δύο ἐπανεκδόσεις, τό 1678 καί τό 170217. Ἡ πλήρης αὐτή ἑλληνική μετάφραση σώζεται στόν κώδικα 409 τῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Μετοχίου Παναγίου Τάφου18, αὐτόγραφο κώδικα τοῦ Κοσμᾶ, ὅπως δηλώνεται στή σελίδα τίτλου τοῦ ἔργου: «μετεφράσθη ἀπὸ τῆς σλαβονικῆς γλώττης τῶν ῾Ρώσσων εἰς ἡμετέραν ἁπλῆν τῶν Ἑλλήνων διάλεκτον παρ᾽ ἐμοῦ τοῦ ἐν μοναχοῖς καὶ διακόνοις Κοσμᾶ τοῦ Ἁγιορείτου, ἐκ μονῆς τῶν Ἰβήρων, ἐν τῇ λαμπρᾷ καὶ βασιλευούσῃ μεγαλουπόλει Μοσκβᾶ…, ἱεροδιακονοῦντος μου ἐν τῇ σεβασμίᾳ μονῇ ἡμῶν τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Νικολάου τοῦ Θαυματουργοῦ»19. Δύο σημαντικά στοιχεῖα πού παρέχονται στόν τίτλο τῆς μετάφρασης εἶναι ὅτι αὐτή πραγματοποιήθηκε στό Ἰβηρίτικο μετόχι τοῦ ἁγίου Νικολάου στή Μόσχα τό Δεκέμβριο τοῦ 1694, καί κατά δεύτερον ὅτι παραγγελιοδότης τῆς μεταφράσεως ὑπῆρξε ὁ τότε ἀρχιμανδρίτης καί μετέπειτα πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος, πρόσωπο γιά τό ὁποῖο γνωρίζουμε ὅτι διατηροῦσε στενές σχέσεις μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας καί μάλιστα πώς τό ἴδιο ἔτος ἐπεξεργάστηκε στή Μόσχα καί ἕνα ἀκόμη ἔργο του20. 16. Βλ. Ἀλεξανδροπούλου, Ὁ Διονύσιος Ἰβηρίτης, ὅ.π., 19-22· Ἀθ. Καραθανάσης, Ὁ Ἑλληνικός Κόσμος στά Βαλκάνια καί τήν Ρωσία, Θεσσαλονίκη 1999, 265· μον. Μάξιμος Ἰβηρίτης, Ἐπί τά ἴχνη τῶν Ἰβηριτικῶν μετοχίων εἰς Ρουμανίαν, Ἅγιον Ὄρος 2007, 11. 17. Βλ. P. Lewin, Seventeenth-Century Writings on the Kievan Caves Monastery, [Harvard Library of Early Ukrainian Literature. Texts 4], Cambridge, Mass. 1987, σ. xxiii. 18. Ἀθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Ἱεροσολυμιτική Βιβλιοθήκη, τ. Δ´, Bruxelles 1963 (φωτ. ἀνατ.), 365. 19. Κώδ. ΜΠΤ 409, ἔτ. 1694, φφ. 215: «Πατερικὸν περιέχον τοὺς βίους τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων πατέρων ἡμῶν τῶν ἐν ταῖς Πεστζέρσκη λαμψάντων, διῃρημένον εἰς τρία μέρη… ὅπερ προετυπώθη μὲν καὶ ἐδιορθώθη ἐν τῇ αὐτῇ λαύρᾳ τῆς Πεστζέρας τῆς Κιοβίας, σταυροπηγίου οὔσῃ (sic) τοῦ παναγιωτάτου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ οἰκουμενικοῦ… διὰ προσταγῆς τοῦ πανοσιωτάτου σοφωτάτου τε καὶ λογιωτάτου ἁγίου ἀρχιμανδρίτου τοῦ ζωοδόχου δεσποτικοῦ τοῦ Χριστοῦ Τάφου, κυρίου Χρυσάνθου, μετεφράσθη ἀπὸ τῆς σλαβονικῆς γλώττης τῶν῾Ρώσσων εἰς ἡμετέραν ἁπλῆν τῶν Ἑλλήνων διάλεκτον παρ᾽ ἐμοῦ τοῦ ἐν μοναχοῖς καὶ διακόνοις Κοσμᾶ τοῦ Ἁγιορείτου, ἐκ μονῆς τῶν Ἰβήρων, ἐν τῇ λαμπρᾷ καὶ βασιλευούσῃ μεγαλουπόλει Μοσκβᾶ…, ἱεροδιακονοῦντος μου ἐν τῇ σεβασμίᾳ μονῇ ἡμῶν τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Νικολάου τοῦ Θαυματουργοῦ…». Πρβλ. Σ. Πασχαλίδης, «Ἡ ἀντιστροφή μιᾶς σχέσης: Ρωσικά ἁγιολογικά κείμενα στήν ἑλληνόφωνη Ὀρθοδοξία (16ος-19ος αἰ.)», Κύριλλος καί Μεθόδιος: Τό Βυζάντιο καί ὁ κόσμος τῶν Σλάβων, Θεσσαλονίκη 2015, 485-486. 20. «Ἡ Κιταΐα δουλεύουσα, καταρτισθείσα ἐν Μοσχοβίᾳ κατὰ Φεβρουάριον τοῦ 1694 ἐπὶ τῇ βάσει συγγραφῆς

477

478

Σ. Πασχαλίδης

Ὡς πρός τό πρῶτο σημεῖο, ὀφείλουμε νά σημειώσουμε ὅτι, ὅπως προαναφέραμε, ἡ μονή τοῦ ἁγίου Νικολάου εἶχε ἀφιερωθεῖ στή μονή Ἰβήρων ἀπό τόν τσάρο Ἀλέξιο Μιχαΐλοβιτς τό 1653/4. Κατά συνέπεια, ἡ παρουσία ἐκεῖ τοῦ Ἰβηρίτη ἱεροδιακόνου Κοσμᾶ, καί μάλιστα ἡ ἐπιτέλεση ἀντιγραφικοῦ καί μεταφραστικοῦ ἔργου ἀπό τόν ἴδιο τέσσερις δεκαετίες ἀργότερα, ἐνισχύει τήν εἰκόνα τοῦ ἐν λόγω μετοχίου περισσότερο ὡς ἑνός σημαντικοῦ πνευματικοῦ κέντρου πού συνέβαλε κατά κύριο λόγο στήν πνευματική αἴγλη τῆς μονῆς Ἰβήρων στό χῶρο τῆς Ρωσικῆς ὀρθοδοξίας παρά στήν οἰκονομική ἐνίσχυσή της, ὅπως ἔχει ἐπισημάνει πρόσφατα ὁ Κρ. Χρυσοχοΐδης21. Ἄλλωστε, στό μετόχι αὐτό χειροτονήθηκε τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1775 καί ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης ἀρχιεπίσκοπος Σλαβωνίου καί Χερσῶνος παρουσίᾳ τῆς αὐτοκράτειρας Αἰκατερίνης Β´22. Στό πλαίσιο ἐξάλλου αὐτό λειτούργησε ἡ παρουσία καί ἄλλων ἁγιορειτῶν στή Μόσχα, οἱ ὁποῖοι προήγαγαν τήν εἰκόνα τῶν εὐπαίδευτων ἁγιορειτῶν λογίων στή ρωσική κοινωνία. Ἀξίζει ἐδῶ νά μνημονεύσουμε τόν ἀρχιμανδρίτη Ἰάκωβο Βατοπαιδινό καί ἡγούμενο τοῦ μετοχίου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στή Μόσχα ἕναν αἰώνα ἀργότερα, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὄχι μόνο ἕνας ἐπιδέξιος διαχειριστής τῶν οἰκονομικῶν προβλημάτων του, ἀλλά καί συντάκτης ἑνός λίγο γνωστοῦ συνοπτικοῦ καταλόγου τῆς συλλογῆς τῶν χειρογράφων τῆς Συνοδικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Μόσχας23. Ὡς πρός τό δεύτερο σημεῖο, ἀξίζει νά ἐπισημάνουμε τό γεγονός ὅτι ὁ παραγγελιοδότης τοῦ ἔργου πατριάρχης Χρύσανθος Νοταρᾶς ἀνήκει στούς συντάκτες τῶν πιό πρώϊμων καταλόγων ἁγιορειτικῶν χειρόγραφων, μεταξύ τῶν ὁποίων συγκαταλέγονται καί κάποια τῆς μονῆς Ἰβήρων24. Δέν γνωρίζουμε ἐπακριβῶς ἐάν ἄλλοι Ἰβηρίτες λόγιοι, οἱ ὁποῖοι ἐπιτέλεσαν σημαντικό διδασκαλικό ἔργο κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ὅπως ὁ ὅσιος Ἱερόθεος ὁ Ἰβηρίτης στή Σκόπελο25, ὁ Νεόφυτος Χριστόπουλος στήν τοῦ Νικολάου Σπαθάρη Μιλέσκου, ἀναφερομένη δὲ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Κίνας ἀπὸ τοῦ 1368 μέχρι τοῦ 1680». Βλ. Π. Στάθη, Χρύσανθος Νοταρᾶς Πατριάρχης Ἱεροσολύμων: Πρόδρομος τοῦ νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ, Ἀθήνα 1999. 21. Χρυσοχοΐδης, «Ἄθως καί Ρωσία…», ὅ.π., 277. 22. Βλ. Βλάχος, Τό Ἅγιον Ὄρος, ὅ.π., 479· ἀρχιμ. Χρύσανθος Ἰβηρίτης, «Συνέχεια εἰς χρονογραφίαν καί ἱστορικόν σημείωμα περί τοῦ ἐν Μόσχᾳ Μετοχίου τῆς Ἱ. Μ. τῶν Ἰβήρων», Ἡ Συζήτησις τχ. 1 (1939), 4. 23. Ἡ ἐν Μόσχᾳ Συνοδική Βιβλιοθήκη τῶν χειρογράφων: Ἐπιτομή, Μόσχα 1896. Βλ. μητρ. Μύρων Χρυσόστομος Καλαϊτζίδης, Τό Μετόχιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐν Μόσχᾳ “ Ὁ ἅγιος Σέργιος” καί οἱ ἡγούμενοι αὐτοῦ (1881-1936), Κατερίνη 1991, 279 κ.ἑξ. 24. Δημοσιεύθηκε ἀπό τόν Κ. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. Α´, ἐν Βενετίᾳ 1872, 279-283. Πρβλ. Θεολόγος Ἰβηρίτης, «Ἱστορικό περίγραμμα», ὅ.π., 246. 25. Στόν Βίο του ὁ Καισάριος Δαπόντες σημειώνει ὅτι ὅταν ὁ ὅσιος Ἱερόθεος κλήθηκε ἀπό τόν πατέρα του Στέφανο Δαπόντε νά διδάξει στο νεοσύστατο σχολεῖο τῆς Σκοπέλου, ἐκεῖνος ἐγκαταβίωσε «ἐν τῷ μοναστηρίῳ τοῦ Ταξιάρχου». Βλ. Σ. Πασχαλίδης, Νεομαρτυρολογικά Σύμμεικτα Α´: Ἡ αὐτόγραφη Nεομαρτυρολογική Συλλογή τοῦ μοναχοῦ Kαισάριου Δαπόντε (1713-1784), Θεσσαλονίκη 2012, 293.3-4. Τήν ἴδια ἀναφορά κάνει μέ ἀρκετή λογοτεχνικότητα καί στόν ἔμμετρο Βίο τοῦ ὁσίου Ἱεροθέου, ἔκδ. π. Κ. Καλλιανοῦ, «Βίος καί πολιτεία Ἱεροθέου Ἰβηρίτου», Μνημοσύνη 14 (1998-2000), 346 στ. 502-504. Σύμφωνα μέ τόν ἐκδότη του, «πρόκειται γιά τό μοναστηράκι τῶν Ταξιαρχῶν στή Βάτο». Ὡστόσο, τό γεγονός ὅτι τό μονύδριο αὐτό ἀνεγέρθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Καισάριο ἀποκλείει κάτι τέτοιο. Κατά τή γνώμη μας, πρέπει νά ταυτίζεται μέ τή μονή Ταξιαρχῶν Γλώσσης, ἡ ὁποία φαίνεται πώς ἀνασυστήνεται τό 1672, ἐνῶ τό 1707 καθίσταται πατριαρ-

Τά ἁγιορειτικά μετόχια ὡς χῶροι πνευματικῆς δημιουργίας

Κοζάνη26 καί ὁ Ἰωάσαφ ὁ ἐκ Ζαγορᾶς στό Βουκουρέστι λίγες δεκαετίες ἀργότερα, διέμειναν σέ Ἰβηρίτικα μετόχια. Τό ἴδιο ἀβέβαιη εἶναι ἡ εἰκόνα πού ἔχουμε καί γιά ἕναν ἄλλο σημαντικό ἁγιορείτη λόγιο τοῦ 18ου αἰώνα, τόν Λαυριώτη –Καυσοκαλυβίτη εἰδικότερα– Διονύσιο Ζαγοραῖο, ὁ ὁποῖος διέμεινε γιά κάποιο χρονικό διάστημα στό ἐρημονήσι Πιπέρι στίς Βόρειες Σποράδες, ὅπου μάλιστα ἵδρυσε μονή ἀφιερωμένη στή Ζωοδόχο Πηγή27. Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Διονύσιος ὑπῆρξε ἐγκρατής περί τά κανονικά ζητήματα καί κυρίως ὅτι δικό του ἔργο ἀποτελεῖ ἡ ἔκδοση τῶν Λόγων τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει καί ὁ Καισάριος Δαπόντες στόν Ἱστορικό Κατάλογό του28. Ὡστόσο, εἶναι γνωστό ὅτι ὁ πολύς Καισάριος Δαπόντες, ὁ ὁποῖος ρασοφόρεσε μέ εὐχή τοῦ Διονυσίου Ζαγοραίου στήν ἀνωτέρω μονή στό Πιπέρι, ὅταν ἐπανῆλθε στό «πατρικό» του μοναστήρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στή Σκόπελο πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του, μία περίοδο ἐξαιρετικά γόνιμη γιά τό συγγραφικό του κάλαμο, μερίμνησε γιά τήν ὑπαγωγή της ὡς μετοχίου στή μονή Ξηροποτάμου29, μέ τήν ἱστορία τῆς ὁποίας συνέδεσε ἄρρηκτα τήν προσωπική μοναστική καί πνευματική του ἱστορία. Μία ἄλλη χαρακτηριστική περίπτωση εἶναι αὐτή τοῦ γνωστοῦ ἀντικολλυβᾶ Θεοδώρητου Ἐσφιγμενίτη, ὁ ὁποῖος, πρό τῆς ἐπανόδου του στό Ἅγιον Ὄρος, γιά νά ἀναλάβει ἀρχικά τήν ἡγουμενία τῆς Μεγίστης Λαύρας καί ἐν συνεχεία, τό 1804, τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου, εἶχε ἐγκαταβιώσει, μεταξύ τῶν ἐτῶν 17931798 στό Ἐσφιγμενίτικο μετόχι Ποτζέτζι στή Μολδαβία, σύμφωνα μέ τά νέα χικό σταυροπήγιο μέ σχετικό σιγίλλιο τοῦ πατριάρχη Γαβριήλ Γ´. Λίγο ἀργότερα, τό 1770 προσαρτήθηκε ὡς μετόχι στή μονή Ξηροποτάμου. Βλ. σχετικά π. Κ. Καλλιανός, «Ὁ κώδικας τῆς μονῆς τῶν Ταξιαρχῶν στή Γλώσσα τῆς Σκοπέλου», Θεσσαλικὸ Ἡμερολόγιο 17 (1990), 189· π. Χρ. Χαχαμίδης, Συμβολή στήν Ἐκκλησιαστική καί Πνευματική Ἱστορία τῶν Βορείων Σποράδων (16ος-19ος αἰώνας), [Διδ. Διατριβή], Θεσσαλονίκη 2008, 216-217. 26. Γιά τόν Ἰβηρίτη διδάσκαλο Νεόφυτο Χριστόπουλο βλ. τώρα Κ. Κωνσταντινίδης, «Ὁ λόγιος Ἰβηρίτης μοναχός Νεόφυτος Χριστόπουλος καί τό ἔργο του», Η΄ Διεθνές Ἐπιστημονικό Συνέδριο «Ἅγιον Ὄρος καί Λογιοσύνη». Πρακτικά Συνεδρίου (Θεσσαλονίκη, 22-24 Νοεμβρίου 2013), Θεσσαλονίκη 2014, 151-167, ὅπου καί ἡ παλαιότερη βιβλιογραφία. 27. Γιά τή μοναστική αὐτή ἐγκατάσταση βλ. Ἀ. Ἀλεξίου, Ἀλόννησος. Κυρὰ Παναγιά-Γιούρα-Πιπέρι-Σκάντζουρα-Παππού. Ἡ ἀρχιτεκτονική τῶν μεταβυζαντινῶν μνημείων, Ἀλόννησος 2007, 102-115. Γνωρίζουμε ὅτι στή Μεγίστη Λαύρα ἀνῆκε τό μοναστήρι τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου στή γειτονική νησίδα τῆς Κυρά Παναγιᾶς. Βλ. Ἀλεξίου, ὅ.π., 75-92. 28. Καισάριος Δαπόντες, Κατάλογος Ἱστορικός, Κ. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. Γ´, ἐν Βενετίᾳ 1872, 124-125: «Αὐτὸς ὤντας εἰς τὸ ἅγιον Ὄρος εἰς τὸ ἱερὸν μοναστήριον τῆς Λαύρας ἐλθὼν εἰς τὴν Πόλιν, ὅπου ἦτον διδάσκαλος… μετεγλώττισεν εἰς τὸ ἁπλοῦν τὸ βιβλίον Συμεὼν τοῦ νέου θεολόγου». Γιά τόν Διονύσιο Ζαγοραῖο βλ. Π. Nικολόπουλος, «Ὁ ἐπανευρισκόμενος νομοκανονικός κῶδιξ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ (Νεόφυτος ὁ Σιναΐτης, ις΄-ιζ΄ αἰ., καί ἕν νέον ἄγνωστον ἔργον τοῦ Διονυσίου τοῦ Zαγοραίου, ιη΄ αἰ.)», Σύναξις “Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός καί ἡ ἐποχή του”. Πρακτικά, Ἀθῆναι 1986, 657-658, 667-670· μητρ. Σουηδίας Π. Μενεβίσογλου, «Τὸ “Κανονικόν” τοῦ ἱερομονάχου Διονυσίου Ζαγοραίου», Ἡ καθ᾽ ἡμᾶς Ἀνατολή 5 (2000), 119-133· Θ. Γιάγκου, « Ὁ Θεόκλητος Καυσοκαλυβίτης καί τό Κανονικό του ἔργο», Η΄ Διεθνές Ἐπιστημονικό Συνέδριο «Ἅγιον Ὄρος καί Λογιοσύνη», ὅ.π., 196-197. 29. Βλ. σχετικά Πασχαλίδης, Ἡ αὐτόγραφη νεομαρτυρολογική συλλογή, ὅ.π., 33· μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Ἡ μονή Εὐαγγελίστριας Σκοπέλου καί ὁ ἀνέκδοτος περί αὐτήν Κώδικας τοῦ μοναχοῦ Καισάριου Δαπόντε», Ἀλεξανδρινός Ἀμητός. Ἀφιέρωμα στή μνήμη τοῦ Ἰ. Μ. Χατζηφώτη, τ. Β´, Ἀθήνα 2009, 458.

479

480

Σ. Πασχαλίδης

στοιχεῖα πού προσκόμισε στή βιογραφία του ἡ ἔκδοση ἀπό τόν π. Πατάπιο Καυσοκαλυβίτη τοῦ Βίου τοῦ μακαρίου καὶ ἀοιδίμου διδασκάλου Θεοδωρήτου πού συνέταξε ὁ Ἰάκωβος Νεασκητιώτης30. Πρόκειται μάλιστα γιά μία σημαντική περίοδο γιά τή συγγραφική του δραστηριότητα, κατά τήν ὁποία προετοίμασε τήν ἔκδοση τοῦ ἔργου του Ἑρμηνεία εἰς τήν ἱεράν Ἀποκάλυψιν –ἔργο πού ἐπικρίθηκε γιά τόν ἔντονο ἀλληγορισμό του ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο–, ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στό Βίο του: «καὶ τρέφων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ διακαῆ ἔρωτα τῆς ἑρμηνείας τῆς Ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου… καὶ μή ἔχων εὐκαιρίαν εἰς τὸ κελλίον τοῦ συγγράφειν αὐτήν, λαβὼν ἄδειαν παρὰ τοῦ γέροντος αὐτοῦ καὶ πνευματικοῦ Κυρίλλου31, ἀπῆλθεν εἰς Μολδοβλαχίαν, καὶ ἡσυχάσας ἔν τινι τῶν ἐκεῖσε Μονυδρίων, συνέγραψε τὴν ἑρμηνείαν τῆς Ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως»32. Ἐπιπλέον, ἀξίζει νά μνημονεύσουμε τίς ἰδιαίτερες προσπάθειες πού κατέβαλε ὁ Θεοδώρητος γιά τήν ἀφιέρωση, μέ συνδρομή τοῦ μητροπολίτη Μολδαβίας Βενιαμίν, τοῦ μετοχίου «Φλωρέστι» στή Βλαχία33, προσπάθειες μάλιστα πού τελικά τοῦ στοίχισαν τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τήν ἡγουμενία τῆς μονῆς Ἐσφιγμένου, ἐξαιτίας τῶν εἰς βάρος του ἐνεργειῶν Ρουμάνων μοναχῶν τῆς ἴδιας μονῆς κατά τήν πολυετῆ περίοδο τῆς ἀπουσίας του. Ἄξια ἰδιαίτερης μνείας εἶναι, ἐπίσης, ἡ περίπτωση ἑνός ἁγιορείτη λογίου πού συνδέεται, στίς ἀπαρχές τουλάχιστον τῆς πνευματικῆς του δράσεως μέ ἕνα σημαντικό ἀστικό ἁγιορείτικο μετόχι. Πρόκειται γιά τό Βενιαμίν τό Λέσβιο34, ἕναν ἀπό τούς σημαντικότερους ἐκπροσώπους τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τό Πλωμάρι καί ἐγκαταβίωσε στή μονή Παντοκράτορος σέ πολύ νεαρή ἡλικία, ἀφοῦ γνωρίζουμε ὅτι σέ ἡλικία δεκαοκτώ ἐτῶν, τό 1780, ἐστάλη στό παντοκρατορινό μετόχι τοῦ ἁγίου Νικολάου στίς Κυδωνίες, γιά νά ὑπηρετήσει ὡς οἰκονόμος του35. Ἡ γνωριμία του ἐκεῖ μέ τό λόγιο Ἰωάννη Οἰκονόμο ἀπετέλεσε γιά τόν Βενιαμίν τήν ἀπαρχή ἑνός μακροῦ κύκλου σπουδῶν στίς σχολές τῆς Χίου καί τῆς Πάτμου, γιά νά ἐπιστρέψει καί πάλι στίς Κυδωνίες τό 1788, ὅπου ξεκίνησε τό διδασκαλικό του ἔργο. Τό 1800, 30. Βλ. μον. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Ὁ “μακάριος καί ἀοίδιμος Διδάσκαλος Θεοδώρητος” Λαυριώτης ὁ ἐξ Ἰωαννίνων. Συμβολή στή μελέτη τοῦ βίου καί τῶν ἔργων του μέσα ἀπό ἀνέκδοτα κείμενα», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τχ. 836 (Σεπτ.-Ὀκτ. 2010), 585-633. 31. Πρόκειται γιά τόν γνωστό διδάσκαλο Κύριλλο τόν ἐξ Ἀγράφων, κοινό πνευματικό τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Βλ. σχετικά Χ. Τζιώγας, «Κύριλλος ὁ ἐκ Φουρνᾶ τῶν Ἁγράφων», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 54 (1971), 71-80· Σ. Πασχαλίδης, Tό Ὑμναγιολογικό ἔργο τῶν Kολλυβάδων. Συμβολή στή μελέτη τῆς ἁγιολογικῆς γραμματείας κατά τήν περίοδο τῆς Tουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 2007, 30-31. 32. Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Ὁ “μακάριος καί ἀοίδιμος Διδάσκαλος Θεοδώρητος”», ὅ.π., 590, 601.23-30. 33. Βλ. μητρ. Κορυτσᾶς Εὐλόγιος Κουρίλας, «Θεοδώρητος προηγούμενος Λαυριώτης ὁ κωδικογράφος», Byzantinische Zeitschrift 44 (1951), 346· Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, «Ὁ “μακάριος καί ἀοίδιμος Διδάσκαλος Θεοδώρητος”», ὅ.π., 588, 597. Πρβλ. Τρ. Σκλαβενίτης, «Ἡ Βιβλιοθήκη τῶν ἐντύπων τῆς μονῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἄθω», Μνήμων 11 (1987), 111. 34. Γιά τό Βενιαμίν τό Λέσβιο, ἕναν ἀπό τούς σημαντικότερους ἐκπροσώπους τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ βλ. Ρ. Ἀργυροπούλου, Ὁ Βενιαμίν Λέσβιος καί ἡ εὐρωπαϊκή σκέψη τοῦ δέκατου ὄγδοου αἰώνα, Ἀθήνα 2003. 35. Βλ. Σ. Πασχαλίδης, Ἱερά Μονή Παντοκράτορος. Προσκυνηματικός Ὁδηγός, Ἅγιον Ὄρος 2005, 197· ἀρχιμ. Δ. Στρατῆς, Τά ἁγιορείτικα μετόχια στίς Κυδωνίες (Ἀϊβαλί), Κατερίνη 2002, 31.

Τά ἁγιορειτικά μετόχια ὡς χῶροι πνευματικῆς δημιουργίας

μετά τήν ὁλοκλήρωση τῶν σπουδῶν του στήν Πίζα, τό Παρίσι καί τό Λονδίνο, ὁ Βενιαμίν θά συνέχιζε τό διδακτικό του ἔργο στήν Ἀκαδημία τῶν Κυδωνιῶν ὥς τό 1812, ἔργο πού ὑπηρέτησε ἀργότερα καί στήν Κωνσταντινούπολη, τό Βουκουρέστι καί τή Σμύρνη. Ἰδιαίτερα χαρακτηριστική –καί μοναδική ἴσως στήν ἱστορία τῶ ἁγιορειτικῶν μετοχίων- εἶναι καί ἡ περίπτωση τοῦ Κουτλουμουσιανοῦ μετοχίου τῶν Ταξιαρχῶν στήν Ἴμβρο, πού ἀνασυστήθηκε κατά τήν πρώτη δεκαετία τοῦ 19ου αἰώνα ἀπό τόν Βαρθολομαῖο Κουτλουμουσιανό μέ σκοπό νά στεγάσει τό ἑλληνικό σχολεῖο τῆς πατρίδας του. Ἡ ἀνακαίνιση τοῦ κατεστραμμένου Κουτλουμουσιανοῦ μετοχίου «στήν πραγματικότητα ἀπέβλεπε στή δημιουργία κατάλληλου γιά διδασκαλία οἰκήματος», ὅπως ἔχει χαρακτηριστικά σημειωθεῖ36. Βιβλιοθῆκες στά ἁγιορειτικά μετόχια Κατά δεύτερον, μέ τήν πνευματική λειτουργία τῶν μετοχίων συνδέεται ἡ ὕπαρξη βιβλιοθηκῶν, στίς ὁποῖες δέν καταγράφονται μόνο βιβλία λειτουργικοῦ χαρακτήρα, τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦνταν ἀπό τούς μετοχιαρίους μοναχούς γιά τήν τέλεση τῶν ἀκολουθιῶν, ἀλλά καί βιβλία πού ἐξυπηρετοῦσαν τά ποικίλα πνευματικά τους ἐνδιαφέροντα. Ἀπό τά στοιχεῖα πού διαθέτουμε, ἡ κίνηση τῶν βιβλίων πού συγκροτοῦσαν αὐτές τίς βιβλιοθῆκες ἐμφανίζεται ἀμφίδρομη: οἱ βιβλιοθῆκες τῶν μετοχίων ἐμπλουτίζονται κυρίως μέ τή μεταφορά βιβλίων ἀπό τίς βιβλιοθῆκες τῶν κυρίαρχων μονῶν, ὅπως ἔχει δείξει ἡ συνθετική μελέτη τοῦ Τρ. Σκλαβενίτη γιά τή βιβλιοθήκη τῶν ἐντύπων τῆς μονῆς Μεγίστης Λαύρας37. Σπανιότερα, ὡστόσο, δημιουργοῦνται βιβλιοθῆκες σέ ἁγιορειτικά μετόχια ἀπό φιλομαθεῖς οἰκονόμους τους, οἱ ὁποῖες περιλαμβάνουν ποικιλία χειρόγραφων καί ἔντυπων βιβλίων, ὄχι μόνο ἐκκλησιαστικῶν ἀλλά καί κοσμικῶν. Ἰδιαίτερα χαρακτηριστική εἶναι ἡ περίπτωση μιᾶς προσωπικῆς βιβλιοθήκης μετοχιαρίου οἰκονόμου, τοῦ Θεοδούλου Βατοπαιδινοῦ, τοῦ διδασκάλου, στό μετόχι τῆς μονῆς Βατοπαιδίου στά Μουδανιά, ἡ Βιβλιοθήκη τοῦ ὁποίου, ἀποτελούμενη ἀπό 46 βιβλία μέ ποικίλο θεολογικό, κοσμικό καί σχολικό περιεχόμενο, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ξενόγλωσσα, καθώς καί ἕξι χειρόγραφα, παραδόθηκε μετά τό θάνατό του τό 1789 στή Βατοπαιδινή βιβλιοθήκη, ὅπως προκύπτει ἀπό σχετικά ἔγγραφα τοῦ ἀρχείου της38. 36. Ε. Χαλκιᾶ, «Τό Μετόχι τῆς Μονῆς Κουτλουμουσίου στήν Ἴμβρο: Πρώτη προσέγγιση», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικῶν Σπουδῶν 13 (1999), 65-95. Βλ. σχετικά Γ. Ξεινός, «Ἡ θεμελίωση τῆς ἐκπαίδευσης στήν Ἴμβρο. Ὁ Βαρθολομαῖος Κουτλουμουσιανός καί τό Μετόχι τῶν Ταξιαρχῶν», Η΄ Διεθνές Ἐπιστημονικό Συνέδριο «Ἅγιον Ὄρος καί Λογιοσύνη», ὅ.π., 355-356· π. Δ. Στρατής, Βαρθολομαῖος Κουτλουμουσιανός (17721851). Βιογραφία - Ἐργογραφία, Θεσσαλονίκη 2000, 82-84. 37. Σκλαβενίτης, «Ἡ Βιβλιοθήκη τῶν ἐντύπων», 100, 101. Δυστυχῶς δέν εἰσφέρει ἐπιπλέον στοιχεῖα ὡς πρός τό ζήτημα αὐτό ἡ συγκεντρωτική μελέτη τοῦ Θ. Παπαδόπουλου, Βιβλιοθῆκες Ἁγίου Ὄρους. Παλαιά Ἑλληνικά ἔντυπα (Πρώτη προσπάθεια συγκροτήσεως συλλογικοῦ καταλόγου), Ἀθήνα 2000. 38. Bλ. Μ. Πολυβίου, «Ἡ Βιβλιοθήκη τοῦ οἰκονόμου στό Βατοπεδινό Μετόχι τῶν Μουδανιῶν», Η΄ Διεθνές Ἐπιστημονικό Συνέδριο «Ἅγιον Ὄρος καί Λογιοσύνη», ὅ.π., 387-390.

481

482

Σ. Πασχαλίδης

Συναφής εἶναι καί ἡ πληροφορία ὅτι στό Λαυριώτικο μετόχι τῆς Ὕδρας ἀπόκεινται τρία ὀλιγοσέλιδα χειρόγραφα τοῦ 18ου καί 19ου αἰώνα, μέ κείμενα ὄχι μόνο λειτουργικά ἀλλά καί ἁγιολογικά39. Μποροῦμε δέ, συμπληρωματικά, νά ἐπικαλεστοῦμε τήν προφορική μαρτυρία τοῦ π. Ζαχαρία Ξηροποταμηνοῦ, βιβλιοθηκαρίου τῆς μονῆς Ξηροποτάμου, ὅτι στή Βιβλιοθήκη τῆς ἐν λόγω Μονῆς φυλάσσεται μεγάλος ἀριθμός λατινικῶν παλαιτύπων βιβλίων προερχομένων ἀπό ἕνα ἐκ τῶν δύο μετοχίων τῆς Μονῆς στή Ρουμανία (τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό Βουκουρέστι ἤ τῆς Ἁγίας Τριάδος στό Ἰάσιο)40. Γνωρίζουμε, τέλος, ὅτι ἐνίοτε μετοχιάριοι μοναχοί συνέβαλλαν μέ χορηγίες ἤ συνδρομές καί στήν ἔκδοση νέων βιβλίων. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ περίπτωση τῶν Βουλγαρικῆς καταγωγῆς μετοχιαρίων μοναχῶν τῶν μονῶν Χιλανδαρίου καί Ζωγράφου, οἱ ὁποῖοι χρηματοδότησαν μέ σημαντικές συνδρομές ἐκδόσεις ἑλληνικῶν καί σλαβικῶν βιβλίων41. Τό ζήτημα, ὡστόσο, τῶν προερχόμενων ἀπό τά ἁγιορειτικά μετόχια μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐνεγράφησαν ὡς συνδρομητές σέ νέες ἐκδόσεις, παραμένει ἀκόμη ἀνοικτό, ἀφοῦ ἡ σχετική ἔρευνα ἔχει ἀκόμη ἀρκετό δρόμο νά διανύσει42. Θά ἔπρεπε, τέλος, νά μνημονεύσουμε καί τή λειτουργία τῆς μονῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στό Ἰάσιο, ἑνός ἐξαιρετικά σημαντικοῦ πνευματικοῦ καθιδρύματος στό χῶρο τῆς Μολδαβίας, πού ἱδρύθηκε ἀπό τόν ἡγεμόνα Βασίλειο Λούπου (Vasile Lupu), προστάτη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῶν ἄλλων πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς, ὁ ὁποῖος ἀφιέρωσε τήν ἐν λόγῳ μονή τό ἔτος 1641 σέ ὅλες τίς μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους43. Ὡς γνωστό, στό χῶρο τῆς μονῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν λειτούργησε τό πρῶτο τυπογραφεῖο στό ὁποῖο ἐκδόθηκαν ὀρθόδοξα κείμενα γιά λειτουργική χρήση ἀλλά καί γιά τήν καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων44. Γενικότερα, τό ζήτημα τῆς προέλευσης χειρογράφων καί ἐντύπων βιβλίων, πού ἀπόκεινται σήμερα στίς ἁγιορειτικές βιβλιοθῆκες, ἀπό τά μετόχια τους παραμένει ἀνοικτό στήν ἔρευνα, τήν ὁποία θά διευκολύνει ἡ συγκρότηση καταλόγων τῶν ἀποκειμένων στίς ἁγιορειτικές βιβλιοθῆκες ἐντύπων καί ἡ καταγραφή τῶν σχετικῶν κτιτορικῶν τους σημειωμάτων ἤ ἐνθυμήσεων. Εἶναι, ὡστόσο, βέβαιο ὅτι θά ἐνισχύσει ἀκόμη περισσότερο τήν κατακερματισμένη 39. Βλ. Κρ. Χρυσοχοΐδης, «Παλαιογραφικά Ὕδρας», Σύμμεικτα 3 (1979), 193-194. 40. Βλ. προηγ. Eὐδόκιμος Ξηροποταμηνός, Ἡ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ἄθῳ Ἱερά, Βασιλική, Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή σεβασμία Μονή τοῦ Ξηροποτάμου (424-1925), Θεσσαλονίκη 1971, 57-62· Năsturel, Le Mont Athos et les Roumains, ὅ.π., 171-175. 41. Βλ. Κ. Νιχωρίτης, «Ἡ ἐπίδραση τοῦ Ἁγίου Ὄρους στήν παιδεία τῶν Βουλγάρων (18ος-19ος αἰ.», ΙΗ´ Πανελλήνιο Ἱστορικό Συνέδριο (31 Μαΐου-1 Ἰουνίου 1997). Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 1998, 141. 42. Βλ. σχετικά Σκλαβενίτης, «Ἡ Βιβλιοθήκη τῶν ἐντύπων», ὅ.π., 112. 43. Γιὰ τὸν Bασίλειο Λούπου βλ. E. Ch. Suttner, «Vasile Lupu und die griechischen Kirche zu Anfang der vierziger Jahre des 17. Jh.», Kirche im Osten 32 (1989), 32-72· F. Pall, «Les relations de Basile Lupu avec l’Orient orthodoxe et particuliérement avec le patriarcat de Constantinople», Balcanica 8 (1945), 64-144. 44. Βλ. σχετικά Δ. Οἰκονομίδης, «Τά ἐν Μολδαβίᾳ Ἑλληνικά Τυπογραφεῖα καί αἱ ἐκδόσεις αὐτῶν (16421821)», Ἀθηνᾶ 75 (1974-1975), 260-261· D. Deletant, «Rumanian Presses and Printing in the Seventeenth Century: I», The Slavonic and East European Review 60 (1982), 489-491.

Τά ἁγιορειτικά μετόχια ὡς χῶροι πνευματικῆς δημιουργίας

πρός τό παρόν εἰκόνα τῶν ἁγιορειτικῶν μετοχίων ὄχι μόνο ὡς παραγωγικῶν μονάδων, ὅπως θεωροῦνται σήμερα, ἀλλά καί χώρων πνευματικῶν ζυμώσεων καί ἐξακτίνωσης τῆς εὐρύτερης πνευματικῆς ἐπιρροῆς τῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους σέ ὁλόκληρο τόν χριστιανικό κόσμο.

483

484

Symeon Paschalidis

The Athonite metochia as a cultural environement

Apart from their productive and financial role, the athonite metochia, and especially those which were established in urban environments, were distinguished also for another function which corresponds to the spiritual nature of Athonite monasticism, which has not been studied and provided sufficiently. It’s their function as centres of spiritual activity. In this context we can place, especially during the period of the Ottoman occupation, some well educated athonite monks who were activated and distinguished during their stay as representatives or abbots of some athonite metochia in orthodox countries such as the principality of Valachia or Russia as authors of books, copyists of manuscripts, correctors of printed books in printing shops, teachers of schools and famous scholars as well. In close relation to the presense of these athonite scholars we can add the function of libraries with not only liturgical books for the daily services but also for the needs of their spiritual and scholarly interests. The books which belonged to these libraries were either transferred there from the principal athonite monasteries or were written or bought from the athonite oikonomoi and in some cases were finally incorporated to the great libraries of Mount Athos monasteries.

Lihat lebih banyak...

Comentários

Copyright © 2017 DADOSPDF Inc.