Εισαγωγή Άγονες Ζωές (Vidas Secas)

June 5, 2017 | Autor: Yorgos Rouvalis | Categoria: Sertão, Graciliano Ramos, Βραζιλία
Share Embed


Descrição do Produto

Graciliano Ramos: Ένας Βραζιλιάνος Παπαδιαμάντης



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ:

Ο Βραζιλιάνος μοντερνιστής συγγραφέας Graciliano Ramos γεννήθηκε το
1892 στο Quebrangulo της πολιτείας Αλαγκόας στη Β.Α. Βραζιλία, γιος μιας
οικογένειας δεκαπέντε παιδιών.
Σπούδασε στο Μασεγιό, πρωτεύουσα της πολιτείας και σε άλλες μικρές
πόλεις και το 1910 εγκαθίσταται στην πόλη Παλμέιρα Ντος Ιντιος, όπου
εργάζεται στο εμπορικό του πατέρα του. Το 1914 ζει στο Ριο ντε Τζανέιρο για
ένα χρόνο και εργάζεται ως διορθωτής σε τρεις εφημερίδες, γράφοντας
παράλληλα διηγήματα τα οποία δε δημοσιεύει. Το 1915 επιστρέφει στην
Παλμέιρα Ντος Ίντιος μετά την απώλεια πολλών συγγενών από την βουβωνική
πανώλη και εγκαθίσταται ως υφασματέμπορος, ενώ ταυτόχρονα παντρεύεται και
πέντε χρόνια αργότερα χηρεύει έχοντας αποκτήσει τέσσερα παιδιά. Στην
Παλμέιρα Ντος Ίντιος αρχίζει μια διοικητική καριέρα από το 1927 μέχρι το
1930 ως δήμαρχος και κατόπιν διευθυντής του Επίσημου Τυπογραφείου της
Πολιτείας στο Μασεγιό, όπου παντρεύεται το 1928 με την Ελοίζα Μεδέιρος.
Κατόπιν, πίσω στην Παλμέιρα Ντος Ίντιος αρχίζει να γράφει το δεύτερο
μυθιστόρημα του και αφού υπήρξε διευθυντής ενός ιδιωτικού σχολείου
διορίζεται Διευθυντής της Δημοσίας Εκπαίδευσης της Πολιτείας. Το 1934
δημοσιεύεται το πρώτο του μυθιστόρημα Sao Bernardo, που πραγματεύεται τη
ζωή ενός χαρακτηριστικού γαιοκτήμονα. Κατόπιν, συλλαμβάνεται και
φυλακίζεται στο Ρίο για έναν χρόνο για πολιτικούς λόγους και χωρίς
συγκεκριμένη κατηγορία, ενώ δημοσιεύεται στο Ρίο το μυθιστόρημα του
Angustia που κερδίζει το βραβείο Λίμα Μπαρέτο. Τον Ιανουάριο του 1937
απολύεται. Οι εμπειρίες της φυλάκισης θα του χρησιμεύσουν για να γράψει
τα «Απομνημονεύματα της Φυλακής» που θα δημοσιευθούν μετά το θάνατο του,
σε δύο τόμους το 1953 και θα γυριστεί σε ταινία το 1984 από το σκηνοθέτη
Nelson Pereira Dos Santos, που πήρε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο
φεστιβάλ Καννών.


Τη δεκαετία του '30 η Βραζιλία συγκλονίστηκε από ένα επαναστατικό
κίνημα του στρατού, τη λεγόμενη «Φάλαγγα Πρέστες» από το όνομα του
κατοπινού ηγέτη του κομμουνιστικού κόμματος Λουίς Κάρλος Πρέστες , ο οποίος
διέτρεχε τη χώρα, και κυρίως το Νορντέστε, επικεφαλής μιας συμμαχίας
κομμουνιστών, σοσιαλιστών και ριζοσπαστών(ANL).
Ο συνταγματικός πρόεδρος Ζετούλιο Βάργκας που είχε εκλεγεί νόμιμα το
1934 επωφελείται του γεγονότος για να καταργήσει τις συνταγματικές
ελευθερίες και να φυλακίσει τους αριστερούς.
Αργότερα, στις 10 Νοεμβρίου του 1937 ο Βάργκας, με πραξικόπημα,
εγκαθιδρύει την δικτατορία του Estado Novo (Νέο Κράτος) η οποία θα
διαρκούσε μέχρι το 1945 και θα χαρακτηριζόταν από μια περίοδο οικονομικής
ανάπτυξης καθοδηγούμενης από το Κράτος με την υποστήριξη μέρους των
μικροαστών και των εργατών.
Το Νέο Κράτος εγκαθιδρύει το 1940 το ελάχιστο ημερομίσθιο και τη
συνδικαλιστική υποχρεωτική εισφορά, ενώ το 1942 η Βραζιλία που είχε αρχικά
φιλοναζιστικές τάσεις, κηρύσσει τον πόλέμο στην Γερμανία και την Ιταλία.
Επίσης το 1945 ένα προεδρικό διάταγμα περιορίζει τη σημασία των μονοπωλίων
και των ξένων εταιριών. Κατόπιν τούτου, οι ΗΠΑ αποφασίζουν να απαλλαγούν
από τον Ζετούλιο Βάργκας, ο οποίος στις 30 Οκτωβρίου ανατρέπεται από το
στρατό και κατόπιν αυτοκτονεί. . Ένα νέο σύνταγμα το 1946 δημιουργεί ένα
δημοκρατικό προεδρικό καθεστώς.


To 1938 ο Γκρασιλιάνο Ράμος δημοσιεύει το Vidas Secas στον εκδότη του
Ρίο Ζοzέ Ολύμπιο. Στα ισπανικά το Vidas Secas δημοσιεύεται το 1947 με μια
δεύτερη έκδοση το 1958 και σε νέα μετάφραση στη Μαδρίτη το 1974.


Συνεχίζει μια ανερχόμενη λογοτεχνική καριέρα όντας επίσης επιθεωρητής
Μέσης Εκπαίδευσης. Το 1945 δημοσιεύεται στο Μοντεβιδέο η ισπανική μετάφραση
του βιβλίου του Angustia η οποία εκδίδεται το 1946 στην Νέα Υόρκη από τον
Alfred A. Knopf. Τον Αύγουστο του 1945 γίνεται μέλος του κομμουνιστικού
κόμματος της Βραζιλίας. Το Vidas Secas εκδίδεται σε διάφορες χώρες (ΗΠΑ,
Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία ,Γερμανία, Ιταλία, Ρουμανία, Βουλγαρία,
Τσεχοσλοβακία, ΕΣΣΔ, Πολωνία, Ολλανδία, Βέλγιο, Ισπανία, Αργεντινή,
Ουρουγουάη, Κουβα, Κίνα, Ουκρανία) και γυρίζεται ταινία απο τον Nelson
Pereira Dos Santos το 1963. Η ταινία παίρνει το Διεθνές Καθολικό
Κινηματογραφικό Βραβείο ενώ το Sao Bernardo μεταδίδεται από το ραδιόφωνο.
Μεταφράζει την Πανούκλα του Αλμπέρ Καμύ. Το 1951 εκλέγεται πρόεδρος
της Βραζιλιανής Εταιρείας Συγγραφέων και την επόμενη χρονιά ταξιδεύει στην
ΕΣΣΔ μαζί με τη σύζυγο του. Τον Ιανουάριο του 1953, μετά από σοβαρή
αρρώστια, πεθαίνει στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Το 1964 το Vidas Secas
δημοσιεύεται στο Παρίσι από τον Γκαλλιμάρ, ενώ ο σκηνοθέτης Nelson Pereira
Dos Santos γυρίζει την ομώνυμη ταινία βασισμένη στο μυθιστόρημα του. Επίσης
το μυθιστόρημά του Σάο Μπερνάρδο γίνεται ταινία το 1971 από τον σκηνοθέτη
Λεόν Χίρσμαν.




Ο Graciliano Ramos θεωρείται ως ο σημαντικότερος συγγραφέας του
μοντερνισμού στη Βραζιλία. Με την περιγραφή συνηθειών και καταστάσεων στην
ιδιαίτερη πατρίδα του, προσδίδει πανανθρώπινη αξία σε γεγονότα που αφορούν
τη μοίρα των απλών ανθρώπων (Vidas Secas), των γαιοκτημόνων (Sao Bernardo)
και των μικροαστών. Αλλά, αντιθέτως με την τάση των τοπικιστών συγγραφέων
του Νορντέστε που με ηγέτη τον κοινωνιολόγο Ζιλμπέρτο Φρέιρε είχαν συνέλθει
σε συνέδριο το 1926 και υπογραμμίσει μόνον χαρακτηριστικά φολκλορικά
στοιχεία της τοπικής κουλτούρας (γαστρονομία, χειροτεχνία, κτλ) ο
Graciliano Ramos αναδεικνύει κοινωνιολογικές και ψυχολογικές καταστάσεις
της εκεί πραγματικότητας. Σε τούτο μοιάζει με το δικό μας Παπαδιαμάντη,ή
και με τον παγκοσμίως γνωστό Μεξικανό συγγραφέα Χουάν Ρούλφο, πόσο μάλλον
που η γλώσσα του δεν είναι γεμάτη με φολκλορικές αναφορές , αλλά
παρουσιάζει τα υπαρξιακά διλήμματα και ανησυχίες απλών ανθρώπων, αλλά και
ζώων όπως στο Vidas Secas.
Ο Graciliano είχε διαβάσει και θαύμαζε του κλασσικούς όπως τον
Μπαλζάκ, το Φλωμπέρ, τον Ντοστογιέφσκι και από τους λουσόφωνους τον Εσα ντε
Κε ι ρός και τον Μασάδο ντε Ασίς. Μάλιστα ορισμένοι μελετητές του έργου του
αναφορικά με το Memorias do Cacere σημειώνουν ότι θυμίζει πάρα πολύ το
Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων του Ντοστογιέφσκι. Από τον Εσα ντε
Κειρός, λαμπρό πορτογάλο μυθιστοριογράφο του 19ου αιώνα είχε επηρεαστεί
κυρίως στο πρώτο μυθιστόρημα Caetés.
Αντιθέτως δεν διάβαζε σχεδόν καθόλου ούτε τους συντοπίτες του
νορντεστίνους συγγραφείς, με εξαίρεση τους Ζοζέ Λίνς ντο Ρέγκο, τον Ζορζέ
Αμάδο (που αργότερα έγινε πασίγνωστος παγκόσμια) και τη μυθιστοριογράφο
Ρακέλ ντε Κειρός, αλλά ούτε τους Βραζιλιάνους μοντερνιστές. Επίσης αγνοούσε
τα πειράματα του Προυστ και του Τζόυς .







ΕΡΓΑ


-Caetés (Ινδιάνικη φυλή)-Μυθιστόρημα, 1933
-Sao Bernardo- Μυθιστόρημα,1934
-Angustia(Αγωνία)- Μυθιστόρημα,1936
-Vidas Secas (Άγονες ζωές) – Μυθιστόρημα, 1938
-Infancia(Παιδική ηλικία)- Απομνημονεύματα,1945
-Insonia (Αϋπνία)- Διηγήματα
-Memorias do Carcere (Αναμνήσεις από τη φυλακή, δυο τόμοι)
–Απομνημονεύματα,1953
-Viagem (Ταξίδι)- Εντυπώσεις από την Τσεχοσλοβακία και την ΕΣΣΔ,1957
-Linhas Tortas (Τεθλασμένες)-Χρονικά
-Viventes das Alagoas (Κάτοικοι του Αλαγκόας)- Χρονικά
-Alexandre e outros herois (Αλέξανδρος και άλλοι ήρωες) – Διηγήματα,1944
-Cartas (Γράμματα)- Ιδιωτική αλληλογραφία
-A terra dos meninos pelados (Η γη των κουρεμένων(φτωχών) παιδιών)-
Παιδικό/εφηβικό διήγημα
-O estribo de prata (Ο αργυρός αναβατήρας)- Παιδικό/εφηβικό διήγημα





Ένας πολύμορφος στυλίστας


Καθένα από τα τέσσερα μυθιστορήματα του Graciliano είναι διαφορετικό
από τα άλλα. Το στεγνό ύφος του, που δεν στέκεται σε περιγραφές της φύσης ή
της πόλης διαφαίνεται σε κάθε έργο του.
Αναλύει εις βάθος τις ψυχολογικές αντιδράσεις κάθε κύριου χαρακτήρα. Ο
στόχος του είναι πάντα ο άνθρωπος. Το εν λόγω στυλ είναι βαθύ και ήρεμο,
κυρίως απαισιόδοξο. Μόνο στο τέλος στο Vidas Secas εμφανίζεται κάποια
αισιοδοξία ως προς το μέλλον των ηρώων που αποβλέπουν σε μια μελλοντική
ευτυχισμένη ζωή.






Vidas Secas
«Η βάρβαρη σκέψη μου είναι η εξής: ένας άνδρας, μία γυναίκα, δύο
παιδιά και ένας σκύλος μέσα σε μια κουζίνα μπορούν πολύ καλά να
αντιπροσωπεύσουν την ανθρωπότητα. Και θα επιμείνω σε αυτό, μέχρις ότου να
μου αποδείξουν ότι οι ουρανοξύστες έχουν ψυχή».
Έτσι περιέγραφε το Δεκέμβριο του 1937 ο Graciliano Ramos το σχέδιο του
για το Vidas Secas στον Αργεντινό μεταφραστή του Μπενχαμίν ντε Γκαράυ. Στην
πραγματικότητα είχε ξεκινήσει να γράφει πρώτα το κεφάλαιο «Φάλαινα»,
προσπαθώντας να παρουσιάσει την «ψυχή» του εν λόγω σκύλου. Κατόπιν, σε
διάστημα μόνο πέντε μηνών, πρόσθεσε τα άλλα κεφάλαια, καθένα τους σχεδόν
αυθύπαρκτο κι έτσι δημιουργήθηκε το μυθιστόρημα που ο συγγραφέας Ρουμπέμ
Μπράγα αποκάλεσε «αποσυναρμολογούμενο». Ενυπάρχουν εκεί προσωπικές
αναμνήσεις του συγγραφέα από τη ζωή στο Νορντέστε, παρατηρήσεις,
οικογενειακές αναμνήσεις, περιορίζοντας στο ελάχιστο τη γραφικότητα τοπίων
και στοιχείων της φύσης. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι η φύση (ξηρασία),
εκτός από την απειλητική παρουσία της στο πρώτο και το τελευταίο κεφάλαιο,
είναι σχεδόν απούσα από την καρδιά του βιβλίου.
Μάλιστα, μια σύγχρονη ερευνήτρια παρατήρησε ότι το βιβλίο, συντίθεται
από έξι συν έξι κεφάλαια, με έναν άξονα μεταξύ των δύο ενοτήτων που είναι
το κεφάλαιο «Χειμώνας». Αρχίζει με τους πρωταγωνιστές σε πλήρη ξηρασία και
φυγή, ταλαιπωρημένους, πεινασμένους, κατάκοπους και εξελίσσεται μέχρι το
«Χειμώνα» όπου έχουν βρει μια σχετική ευτυχία για να αρχίσει πάλι η
κατάσταση να χειροτερεύει μέχρι το τελευταίο κεφάλαιο «Φυγή», όπου η
ξηρασία εμφανίζεται απειλητική και πάλι. Αντιθέτως, τα άλλα του βιβλία
τελειώνουν όλα με καταστροφές και με ταλαιπωρίες, με την αδύνατη σωτηρία
των ηρώων, ενώ μια ελπιδοφόρα αυγή, ένα γλυκό φως ποίησης αιωρείται στις
τελευταίες σελίδες του Vidas Secas. Και τούτο, διότι στο μυθιστόρημα αυτό
το Καλό και το Κακό δεν συνυπάρχουν όπως στα άλλα.
Οι κακουχίες των χαρακτήρων διατήρησαν ανέγγιχτη την ηθική τους
διαμόρφωση. Και, σαν τους αθώους, βρήκαν συγχώρεση.




Άνθρωποι και ζώα βρίσκονται σχεδόν στο ίδιο πρωτόγονο επίπεδο. Μιλάνε
λίγο, συνεννοούνται με μονοσύλλαβα και φθόγγους , έχουν βασικές μόνο
ανάγκες και υπομένουν την αντίξοη μοίρα τους με παθητικότητα. Παρ όλα αυτά
σκέφτονται, διάφορα πράγματα, κι αυτά απλά και πρωτόγονα. Σε κάθε
κεφάλαιο, ο συγγραφέας μας παρουσιάζει αυτές τις σκέψεις και ένα μίνιμουμ
δράσης διότι, όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, η πλοκή δεν τον ενδιέφερε
καθόλου, αλλά κυρίως η ανάλυση αυτής της στατικότητας που βαραίνει πάνω
τους, την οποία η φύση και οι κοινωνικές ανισότητες έχουν δημιουργήσει και
που τους είναι αδύνατο να αποτινάξουν.
Η γλώσσα του είναι απλή με ελάχιστους τοπικισμούς, ξερή και «άγονη»
αλλά όχι πρωτόγονη, διότι η ανάγκη να εμβαθύνει στη ψυχολογία και τις
σκέψεις των χαρακτήρων του, τον κάνει να χρησιμοποιεί περίπλοκες φράσεις,
με τη χρήση μάλιστα του τρίτου και όχι του πρώτου προσώπου. Ο χρόνος, δεν
εξελίσσεται κατά τη διάρκεια αυτού του μυθιστορήματος. Τα γεγονότα που
περιγράφονται, αφήνουν μια αίσθηση ότι τίποτα δε συμβαίνει. Τα κεφάλαια
μάλιστα είναι αυθύπαρκτα, όπως ήδη παρατηρήσαμε και η δράση του ενός δεν
συνεχίζεται στο επόμενο (με δύο μόνο εξαιρέσεις). Αυτή η στατικότητα
εντείνει περισσότερο το δράμα που, ως αναγνώστες, παρακολουθούμε.
Όπως είδαμε, ο συγγραφέας είχε ξεκινήσει θέλοντας να γράψει μια ιστορία με
ζώα και κατόπιν πρόσθεσε τα υπόλοιπα με τους ανθρώπους. Αυτό μας θυμίζει
διηγήματα του Ουρουγουανού Οράσιο Κιρόγα (1778-1937) που κι αυτός έγραψε
εκτενώς για την τροπική φύση, όπου πρωταγωνιστές και αφηγητές είναι
κάποια φίδια.
Μάλιστα, διάλογοι δεν υπάρχουν καν, και αντικαθίστανται από έμμεση
αφήγηση, πράγμα το οποίο μας οδηγεί να συμπεράνουμε ότι υπάρχει μεγάλη
μοναξιά των χαρακτήρων και αδυναμία επικοινωνίας. Με άλλα λόγια, οι ήρωες
του μυθιστορήματος βρίσκονται σε τέτοια δραματική κατάσταση φτώχειας, που
τους είναι αδύνατον να εισέλθουν σε μια πραγματική κοινωνική ύπαρξη.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το κεφάλαιο της «Φάλαινας» όπου η πανέξυπνη
αυτή σκύλα είναι πλήρες μέλος της οικογενείας, ενώ η αντίληψη που έχει ο
Φαμπιάνο για τον εαυτό του, εκτός του ότι μπορεί μόνον τα ζώα να
καταλαβαίνει, είναι ότι και ο ίδιος είναι ζώο, μια καταδίκη δηλαδή που του
επιβάλλεται από την ξηρασία και την οποία δέχεται μοιρολατρικά. Όποτε πάει
στην πόλη, ο Φαμπιάνο δεν αισθάνεται άνετα, παντού βλέπει εχθρούς που τον
καταδιώκουν ή τον εχθρεύονται (ο φοροεισπράκτορας, ο κίτρινος στρατιώτης,
οι έμποροι κτλ) και που τον κακομεταχειρίζονται (κεφάλαιο «Φυλακή»).




ΤΑ ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ:





Caetes

Οι κριτικοί έχουν παρατηρήσει ότι το πρώτο αυτό μυθιστόρημά του έχει
επιδράσεις από τον πορτογάλο μυθιστοριογράφο του 19ου αιώνα Εσα ντε Κεϊρός.
Βέβαια, παρατηρούν επίσης ότι το μυθιστόρημα αυτό είναι το πιο άτεχνο απ'
όλα τα υπόλοιπα.
Μελετά τις ψυχολογικές αντιδράσεις του χαρακτήρα κατά την εξέλιξη
ενός παράνομου έρωτα σε μια μικρή πόλη. Από τον πορτογάλο συγγραφέα, ο
Ράμος υιοθετεί την εξωτερική φόρμα της φράσης, μια αρκετά συμπαθητική
ελαφρότητα της δομής και μια ειρωνική αντιμετώπιση για τους χαρακτήρες και
τα βάσανά τους.
Το μυθιστόρημα φαίνεται σαν ατελές αλλά , παρόλα αυτά ο Ράμος
επιδεικνύει ένα σίγουρο κριτικό πνεύμα και αρκετή ανθρώπινη συμπάθεια. Όμως
τα αισθήματα δεν αναλύονται σε βάθος και το τέλος του μοιάζει, σύμφωνα με
τον Wilson Martins με δυο μυθιστορήματα του Εσα ντε Κεϊρός: ο Εκλεκτός
Οίκος των Ραμίρες και ο Εξάδελφος Βασίλειος.




Sao Bernardo
Θα συναντήσουμε κι εδώ την εις βάθος ψυχολογική ανάλυση του κύριου
χαρακτήρα, ενός γαιοκτήμονα . Το οικονομικό δράμα της κοινωνικής ζωής και
τα τυπικά φαινόμενα της μεγάλης ιδιοκτησίας εμφανίζονται στο βιβλίο διότι
εξηγούν έτσι τον χαρακτήρα του Πάουλο Ονόριο, ο οποίος αποτελεί τον στόχο
του συγγραφέα και όχι το περιβάλλον ούτε η κοινωνία. Έτσι ο αγώνας του ήρωα
για την ιδιοκτησία, ο άτυχος ερωτάς του, η αποτυχία του γάμου του, και η
απομόνωση και η καταστροφή του, υπάρχουν μόνο και μόνο για να εξηγήσουν τις
αντιδράσεις του.


Angustia
Εδώ, με την ανάλυση της μοντέρνας σύγχυσης μεταξύ Καλού και Κακού
θυμίζει τον Ντοστογιέφσκι. Ως ηθικολόγος, ο Ράμος ξέρει ότι το Κακό
ενυπάρχει κυρίως στον άνθρωπο και η μελλοντική ενδεχόμενη σωτηρία της
κοινωνίας θα έρθει όταν μπορέσουμε να αναμορφώσουμε τον άνθρωπο, αντίληψη
εξάλλου της Καθολικής εκκλησίας.


Infancia (παιδική ηλικία)
Εδώ είναι δύσκολο να διακρίνουμε πού τελειώνουν τα απομνημονεύματα και
πού αρχίζει η μυθοπλασία. Εξάλλου, ο συγγραφέας έχει πλέον φτάσει σε πλήρη
έλεγχο των εκφραστικών του μέσων.
Παρόλη την ύπαρξη μυθοπλασίας, υπάρχει εντούτοις στο βιβλίο μια
αναζήτηση της αλήθειας, του αυθορμητισμού, της «αθωότητας» που είναι
χαρακτηριστικά του στυλ του Graciliano. Υπάρχουν επίσης εδώ, σκηνές,
φράσεις ακόμα και ολόκληρες καταστάσεις που γράφτηκαν στα προηγούμενα
μυθιστορήματα του συγγραφέα.
Το βιβλίο αυτό μας βοηθά να καταλάβουμε και να ανακαλύψουμε τις αιτίες
της πικρής και πεσιμιστικής αντίληψης του κόσμου που ενυπάρχει στον
Graciliano.



Memorias do Carcere (Αναμνήσεις από τη φυλακή)

Δεν πρόκειται για πραγματικές αναμνήσεις διότι όλες οι σημειώσεις,
που σε αντίξοες συνθήκες κράτησε ο συγγραφέας, χάθηκαν. Ο ίδιος ομολόγησε
ότι το γράψιμο εκείνους τους μήνες του επέτρεψε να επιβιώσει και μόνο.
Αναγκάστηκε λοιπόν εκ των υστέρων να ανασύρει από τη μνήμη του τα γεγονότα
παίρνοντας κάποια απόσταση από αυτά, χωρίς να επιμείνει στην
αυθεντικότητα των αναφερομένων.




Ο χαρακτήρας του συγγραφέα

Γιος ενός πολύ αυταρχικού ζευγαριού, ο Graciliano Ramos υπέστη πολλές
σωματικές κακοποιήσεις ιδίως από τη μητέρα του. Τούτο του δημιούργησε έναν
φοβισμένο χαρακτήρα με αρκετή αβεβαιότητα. Παρά την αρκετά επιτυχημένη
δημοσιοϋπαλληλική του καριέρα και την κατοπινή πανεθνική αναγνώριση του ως
συγγραφέα, ο Graciliano Ramos εξακολούθησε να μην είναι σίγουρος για τον
εαυτό του και για τα γραπτά του. Πέρασε επίσης μεγάλες οικονομικές
στερήσεις για μεγάλο διάστημα της ζωής του, η οποία ήταν γεμάτη
αντιξοότητες, δυσκολίες, εμπόδια, πάρα πολύ βαριά για τους ώμους του.
Κυριευόταν πάντα από φόβο, και μάλιστα στα πρώτα του χρόνια από τρόμο.
Ο γιος του Ρικάρδο, μαρτυρεί ότι ο συγγραφέας πάντοτε υποτιμούσε τη
σημασία των βιβλίων του και των λογοτεχνικών του γνώσεων, δηλώνοντας ότι
ήταν λογοτεχνικά αναλφάβητος . Επίσης , εκτός από τον εαυτό του, είχε και
την χειρότερη ιδέα για τη βραζιλιανή λογοτεχνία γενικότερα, που υπήρχε σε
έναν τόπο πολιτιστικά κατώτερο και όπου οποιαδήποτε δημιουργία ήταν
αυτομάτως δευτέρας κατηγορίας. Οι βιαιότητες που υπέστη ως παιδί ,
προξένησαν μια διάσταση του ατόμου του και της εξωτερικής πραγματικότητας.
Για εκείνον , ο κόσμος ήταν το βασίλειο του ακατανόητου ,του αναπόφευκτου,
του αυθαιρέτου.
Όταν π .χ. ο πατέρας δοκίμασε να του διδάξει ο ίδιος τα πρώτα
γράμματα, χωρίς να έχει ούτε την ικανότητα ,ούτε την υπομονή, κατάφερε να
αποπροσανατολίσει το γιο του εν μέσω βίας και κραυγών, όπου το παιδί
θεώρησε ότι το γράψιμο ήταν κάτι ανώτερο από τις δυνάμεις του. Έτσι, αυτή η
κατάσταση του αυτοδίδακτου, ενέτεινε ακόμα περισσότερο το πρόβλημα ης
αβεβαιότητας. Σαν καθηγητής, προσπάθησε να καταπολεμήσει τις
συγκαταβατικές μεθόδους εκπαίδευσης, προτείνοντας ανεπίσημους τρόπους. Η
ανακάλυψη του μαρξισμού , του έδωσε εφόδια για να καταλάβει τη λειτουργία
της κοινωνίας. Όμως, η υποταγή και πειθαρχία του κόμματος δεν τον
μετέτρεψε σε δογματικό, κυρίως στη λογοτεχνία, αφού από την αρχή απέρριψε
τον ζντανοφισμό και το σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Παρόλα αυτά, η γλώσσα που
χρησιμοποιούσε προσπαθούσε να είναι η πιο σωστή, είχε μάλιστα μια μανία με
την ορθογραφία, το συντακτικό και τη γραμματική, ψάχνοντας πάντοτε την
ενδεδειγμένη λέξη και σύνταξη, χωρίς φιοριτούρες, ούτε πολυλογίες. Σ'
αυτό, είναι μοναδικός στη βραζιλιάνικη λογοτεχνία.









ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Rui Mourao, Estruturas, ensaio sobre o romance de Graciliano, tercera
edicao, ed.UFPR, Curitiba, 2003
2. Pedro Moacir Maia, Graciliano Ramos. Cartas ineditas de Graciliano
Ramos a seus tradutores argentinos, Benjamin de Garay e Raul
Navarro,ed. EDUFBA, Salvador, 2008.
3. Ledo Ivo, As cartaς de Graciliano Ramos στο A etica da aventura,
Rio de Janeiro ed. Francisco Alves, 1982.
4. Ledo Ivo, O mundo Concentracionario de Graciliano Ramos στο Teoria e
Celebracao, Ensaios, ed. Livraria Duas Cidades, Sao Paulo, 1976
5. Alvaro Lins, Valores e Miserias das Vidas Secas στο Vidas Secas, 59
edicao, ed. Record, Rio Sao Paulo, 1989.
6. Pedro Moacir Maia, Genese e motivos de Vidas Secas, στο Pedro Moacir
Maia, Graciliano Ramos Cartas ineditas de Graciliano Ramos a seus
tradutores argentinos, Benjamin de Garay e Raul Navarro,ed. EDUFBA,
Salvador 2008, σελ 101-112.
7. Otto Maria Carpeaux, Visao de Graciliano Ramos, στο Graciliano Ramos,
Angustia, ed. Rio, S. Paulo, Record 1988.
8. Wilson Martins, Graciliano Ramos, o Cristo e o Grande Inquisidor, στο
Graciliano Ramos, Caetes, ed. Record, sf (1933) .
9. Fernanda Coutinho, Familia e sentimento, Paisagens da infancia em
Vidas Secas, στο Vidas Secas 70 anos, Grupo Editorial Record, 2008,
σελ. 189-197.
Lihat lebih banyak...

Comentários

Copyright © 2017 DADOSPDF Inc.