GREACA.doc

May 23, 2017 | Autor: A. Pastin | Categoria: Google
Share Embed


Descrição do Produto

" SF. IOAN CASSIAN" CENTRE FOR THEOLOGICAL,
INTERCULTURAL AND ECUMENICAL RESEARCH – "OVIDIUS" UNIVERSITY CONSTANTA




το ιστορικό πλαίσιο και η σημερινή εικόνα ΤΗΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ
ΠΡΑΞΗΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ

Η ευχαριστιακή θεολογία και πράξη γενικότερα στη Ρουμανική Εκκλησία.
Ιστορική αναφορά
Η σύγχρονη ρουμανική ευχαριστιακή θεολογία και πράξη είναι αποτέλεσμα
μιας μακρόχρονης ιστορικής εξέλιξης της ορθοδόξου ρουμανικής θεολογία,
αφενός, και της ορθοδόξου ρουμανικής λειτουργικής θεολογίας, αφετέρου.
Παρά τις δυσκολίες, τις οποίες συνάντησε στο δεύτερο μισό του Κ'
αιώνος, όχι μόνο συνέχισε την προηγούμενη παράδοση μιας καθαρά ορθοδόξου
ευχαριστιακής θεολογίας, αλλά και την εμπλούτησε με νέους τομείς, νέες
έρευνες, νέες διαστάσεις.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ρουμανίας είναι η σημαιοφόρος του ρουμανικού
λαού, σε επίπεδο κοινωνικό, πολιτισμικό, ακόμη και πολιτικό -στις δύσκολες
στιγμές περισσότερο. Ο ρουμανικός λαός, με ρίζες δακο-ρωμαϊκές, γεννήθηκε
ορθόδοξος (στο τέλος του Α' αρχές του Β' μ.Χ. αιώνα), κράτησε την Ορθοδοξία
σε όλο τον Μεσαίωνα και αναπτύχθηκε σ' ένα πλαίσιο ιδιαίτερα εθνικό. Έζησε
στον Καρπάθειο-δουνάβειο-βαλκανικό χώρο, έχοντας την ρουμανική γλώσσα και
την Ορθοδοξία ως κύρια χαρακτηριστικά σε όλη την μακρόχρονη ιστορία του.
Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια, η ορθόδοξος ευχαριστιακή θεολογία αναπτύχθηκε
με κάποια ιδιάζοντα χαρακτηριστικά. Γι' αυτό το λόγο, για να καταλάβουμε τη
σύγχρονη αυτή θεολογία, θα κάνουμε μία σύντομη ιστορική επισκόπηση της
ρουμανικής ευχαριστιακής θεολογίας.
Η ευχαριστιακή θεολογία στην Ρουμανία ήταν πάντοτε συνδεδεμένη με την
λειτουργική ζωή και την εκκλησιαστική παιδεία. Εξ' άλλου, η ευχαριστιακή
θεολογία πρέπει να εκφράζει και την λατρευτική ζωή. Τα λειτουργικά
χειρόγραφα και οι εκδόσεις των λειτουργικών βιβλίων, τα οποία άρχισαν από
τον ΙΑ' αιώνα, είναι οι πρώτες εκδηλώσεις των λειτουργικών απασχολήσεων
στον ρουμανικό χώρο.
Το παλαιότερο κείμενο της ρουμανικής ευχαριστιακής και λειτουργικής
γραμματείας είναι η επεξεργασμένη μετάφραση από τα ελληνικά στα ρουμανικά
της «Ιεράς Κατηχήσεως» του Νικολάου Βουλγάρεως (Ιάσιο, 1697), με τον τίτλο
«Invatatura sfanta, adeca svintei si dumnezaiestii Liturghii talcuire»
(«Κατήχησις ιερά, ήτοι της θείας και ιεράς Λειτουργίας εξήγησις»),[1] υπό
το όνομα του Ιερεμίου Κακαβέλα. Αυτή η «Κατήχησις» είναι μία από τις
καλύτερες ερμηνείες της ορθοδόξου θείας Λειτουργίας και κυκλοφόρησε σε όλη
την ρουμανική επικράτεια σχεδόν 200 χρόνια.
Η πρώτη επίσης έκδοση στα ελληνικά του έργου του Αγίου Συμεών
Θεσσαλονίκης; «Διάλογος εν Χριστώ κατά πασών των αιρέσεων και περί της
μόνης πίστεως...» (Migne PG 155,33-976) έγινε στο Ιάσιο (Ρουμανία), το
1683.[2] Αυτό το κορυφαίο έργο της ερμηνείας της θείας Λειτουργίας και της
θείας λατρείας γενικότερα το γνώρισε η Ορθόδοξη Ρουμανική Εκκλησία με την
μετάφραση του στα ρουμανικά το 1765 στο Βουκουρέστι, με τον τίτλο "Voroava
de intrebari si raspunsuri" («Συγκέντρωση ερωτήσεων και απαντήσεων»), από
τον αρχιμανδρίτη Καισάριο.[3]
Η ρουμανική ευχαριστιακή θεολογία αναπτύχθηκε περισσότερο κατά τον ΙΘ'
αιώνα. Αυτό το γεγονός συμπίπτει με την οργάνωση της εκκλησιαστικής
παιδείας, κατά τον ΙΘ' έως και τις αρχές του Κ' αιώνος. Το πρώτο στάδιο
-στο πρώτο μισό του ΙΘ' αιώνος- χαρακτηρίζεται ως στάδιο οργανώσεως των
εκκλησιαστικών σχολείων: «Βενιαμίν Κωστάκη» Ιασίου (1804), Βουκουρεστίου
(1834), Μπουζάου και Κούρτεα-ντε-Άργες (1836), Ράμνικου (1837), Χούσι
(1852) κ.ά. Το δεύτερο και σημαντικότερο στάδιο είναι η ίδρυση των
Θεολογικών Σχολών: στη Μπουκοβίνα (1875), το Ιάσιο (1860-1864) και το
Βουκουρέστι (1861 και 1884). Εκδόθηκαν επίσης διάφορα βιβλία λειτουργικού
περιεχομένου, για τις ανάγκες των θεολογικών ιδρυμάτων και άλλα βιβλία
λειτουργικού περιεχομένου, τα οποία μπορούν να διαιρεθούν σε τέσσερις
κατηγορίες: α) εγχειρίδια «Τυπικού» της θείας λατρείας, β) εγχειρίδια
λειτουργικής, γ) λειτουργικές ερμηνείες (μεταφράσεις και πρωτότυπες) και δ)
άρθρα και περί διαφόρων θεμάτων λειτουργικής.[4] Δεν είναι του θέματος μας
να ασχοληθούμε αναλυτικά μ' αυτά τα έργα, αλλά θα μνημονεύσουμε τα πιο
σημαντικά, όπως ήταν: «Τυπικόν» (Ιάσιο 1816, Buda 1826, Βουκουρέστι 1851
κ.ά.) Cosma Mosescu, "Manual de explicable a Sfintei Liturghii (plecesa)"
[...] («Εγχειρίδιο ερμηνείας της θείας Λειτουργίας (επακριβές)» π. Vasile
Mitrofanovici, "Liturgica si Odigetica Pastorala" («Λειτουργική και Οδηγός
Ποιμαντικής», Cernauti 1897), το πρώτο εγχειρίδιο λειτουργικής ακαδημαϊκού
επιπέδου, το οποίο, βελτιωμένο και ανανεωμένο από τον καθηγητή π. Teodor
Tarnavschi (το 1909 και το 1929), χρησιμοποιήθηκε στην Ορθόδοξο Εκκλησία
της Ρουμανίας μέχρι το 1980. Σ' αυτό το εγχειρίδιο διακρίνονται δύο τομείς:
η «Γενική λειτουργική» (οι βασικές γνώσεις περί λειτουργικής) και η «Ειδική
λειτουργική» (η ιστορική, συμβολική και πρακτική ανάλυση όλων των
ακολουθιών της λατρείας μας).[5] Αυτή την διαίρεση την χρησιμοποίησε
αργότερα και ο περίφημος π. Ene Braniste.
Σε γενικές γραμμές η θεολογία του ΙΘ' αιώνος, σημείωσε μεγάλη πρόοδο
σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Τα κύρια χαρακτηριστικά της ρουμανικής
ευχαριστιακής θεολογίας κατά τον ΙΘ' αιώνα είναι τα εξής:
1) Οι λειτουργιολόγοι (π. Vasile Mitrofanovici, π. Τ. Tarnavschi, ο
επίσκοπος Μελχισεδέκ Stefanescu, ο επίσκοπος Ghenadie Enaceanu, ο αρχιερεύς
Ioanichie Evantias του Ράμνικου και Arges, C. Erbiceanu κ.ά.) δεν
ασχολούνται μόνο με μεταφράσεις των ερμηνειών λειτουργικής από ελληνικά ή
σλαβονικά, αλλά εκδίδουν εγχειρίδια λειτουργικής για την εκκλησιαστική
παιδεία. Γράφουν λειτουργικά έργα και άρθρα περί της ερμηνείας της θείας
Λειτουργίας και της θείας λατρείας, περί των Μυστηρίων της Εκκλησίας, περί
των βυζαντινών ύμνων, περί της αγιογραφίας κ.τ.λ.
2) Με τις σπουδές των λειτουργιολόγων σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού
(Βιέννης, Μονάχου, Κιέβου), το επιστημονικό επίπεδο βελτιώθηκε και οι
λειτουργιολόγοι της Ρουμανίας έγραψαν έργα υψηλού ακαδημαϊκού επιπέδου και
επιστημονικού κύρους.
3) Η διευθέτηση και η λύση των σημαντικών προβλημάτων της λειτουργικής
και της λατρευτικής ζωής της Ρουμανίας, όπως ήταν: η διόρθωση του
ημερολογίου, η βελτίωση των λειτουργικών βιβλίων, η έκδοση των λειτουργικών
βιβλίων με λατινικούς χαρακτήρες και όχι με κυριλλικούς (σημαντικό ρόλο
είχε ο επίσκοπος Melhisedec Stefanescu) κ.ά.
Η ανάπτυξη της ρουμανικής ευχαριστιακής θεολογίας συνεχίζεται κατά τον
Κ' αιώνα, με την σύνταξη εγχειριδίων λειτουργικής, με λεπτομερή τεκμηρίωση
και επιστημονική επεξεργασία. Ο Badea Ciresanu είναι ο πρώτος μεγάλου
κύρους λειτουργιολόγος της Θεολογικής Σχολής Βουκουρεστίου (1891-1919). Ο
Ciresanu έμεινε στην ιστορία ως περίφημος καθηγητής της ρουμανικής
λειτουργικής με το μνημειώδες εγχειρίδιο "Tezaurul liturgic al Sfintei
Biserici crestine de Rasarit" («Λειτουργικός θησαυρός της κατά ανατολάς
Ορθοδόξου Χριστιανικής Εκκλησίας»), 3 τόμοι, Βουκουρέστι 1910-1912, σσ.
1278.[6] Δημοσιευμένο μετά από 17 χρόνια επιστημονικής εργασίας, μας
παρουσιάζει πληροφορίες για την λατρεία και την λειτουργική γραμματεία,
συγκριτικά με τους Αντιχαλκηδονίους, Ρωμαιοκαθολικούς και Προτεστάντες -από
τα αποστολικά χρόνια μέχρι τον Κ' αιώνα.[7] Στους άλλους δυο τόμους, ο
Ciresanu μας παρουσιάζει την λατρεία αλλοθρήσκων λαών (στον δεύτερο) και
την ορθόδοξο λατρεία, με όλες τις ακολουθίες και τα Μυστήρια της, όπως και
τις εορτές του έτους (στον τρίτο τόμο).[8] Το εγχειρίδιο αυτό είναι
υποδεέστερο της «Λειτουργικής» του Mitrofanovici, επειδή ο συγγραφέας δεν
έχει μια γενική ακριβή εικόνα των περιεχομένων και των ορίων της
λειτουργικής και περιλαμβάνει κεφάλαια και πηγές ξένα προς την λειτουργική
(όπως είναι τα περί των ειδωλολατρικών ναών, τομ. 2, σσ. 7-49) κ.ά.
Το θέμα της διορθώσεως του ημερολογίου (η οποία έγινε στην Ρουμανία το
1924) κατέχει την πρώτη θέση στον κλάδο της ρουμανικής ευχαριστιακής και
λειτουργικής θεολογίας κατά το πρώτο μισό του Κ' αιώνος. Με πλήθος άρθρων,
μελετών, εισηγήσεων και έγινε η προσπάθεια αιτιολόγησης της ημερολογιακής
διόρθωσης και της καταπολέμησης του παλαιοημερολογιακού φαινομένου.
Εκπρόσωποι σημαντικοί ήταν: ο Constantin Popovici, o Petre Donici, ο
αρχιμανδρίτης iuliu Scriban.
Μετά την δύσκολη ιστορική εποχή των αρχών του Κ' αιώνος, η οποία
επηρέασε όλο το θρησκευτικό, πολιτικό και κοινωνικό κλίμα, στην
μεσοπολεμική περίοδο ανοίγει μια καινούργια σελίδα στην ευχαριστιακή
θεολογία: ο πρωτοπρεσβύτερος π. Petre Vintilescu, καθηγητής της Θεολογικής
Σχολής του Βουκουρεστίου (1928-1950), ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος Ρουμάνος
λειτουργιολόγος του πρώτου ημίσεως του Κ' αιώνος. Εξαιρετικός επιστήμονας,
με ολοκληρωμένη ενημέρωση επί των σχετικών θεμάτων, με αντικειμενικότητα
και κριτικό πνεύμα, ευσυνειδησία στην έρευνα των πηγών και την διατύπωση
της επιστημονικής αλήθειας, λιτότητα και ακαδημαϊκό επίπεδο στην έκθεση των
θεμάτων,[9] γνώστης των κλασσικών και μοντέρνων γλωσσών, ανέπτυξε
περισσότερο την ιστορική πλευρά της λειτουργικής έρευνας. Στο πλήθος των
έργων του π. P. Vintilescu αναλύονται σχεδόν όλα τα λειτουργικά θέματα,
όπως π.χ.: οι αρχές και εξέλιξη της χριστιανικής λατρείας, η ερμηνεία της
θείας Λειτουργίας, η τάξη των ακολουθιών, η εκκλησιαστική τέχνη κ.ά. Η
μεγαλύτερη προσφορά του π. Ρ. Vintilescu είναι ότι εγκαινίασε την έρευνα
της ιστορίας της χριστιανικής λατρείας βάσει των πατερικών πηγών.
Έργα σημαντικά του καθηγητού Vintilescu είναι τα εξής: "Cultul si ere-
ziile" («H λατρεία και οι αιρέσεις»), 1926' "Contribute la revizuirea
Liturghierului roman" («Συμβουλές για την αναθεώρηση του ρουμανικού
Ιερατικού»), Βουκουρέστι, 193Γ "Misterul liturgic" («Το λειτουργικό
μυστήριο»), Βουκουρέστι, 1929' "Liturghia crestina in primele trei secole"
(«Η χριστιανική λειτουργία κατά τους τρεις πρώτους αιώνες»), Βουκουρέστι,
1930' "Liturghiile bizantine privite istoric in structura si randuiala lor"
(«Οι βυζαντινές λειτουργίες ερμηνευόμενες ιστορικώς, κατά την δομή και την
τυπική τους διάταξη»), Βουκουρέστι, 1943' "Liturghierul explicat". ("To
«Λειτουργικόν» σχολιασμένο"), Βουκουρέστι, 1972[10] και πλήθος άρθρων,
μελετών κ.ά., δημοσιευμένα στα θεολογικά περιοδικά.
Η λειτουργική δράση του π. P. Vintilescu συνεχίστηκε και μετά την
πρόωρη σύνταξη του, το 1950. Πρέπει ακόμη να σημειώσουμε το εξής γεγονός.
Το 1948 συνταξιοδοτήθηκε και ο π. loan Zugrav, καθηγητής της Θεολογικής
Σχολής του Cernauti-Suceava (1938-1948), Ο π. Zugrav υπήρξε λειτουργιολόγος
υψηλού επιστημονικού επιπέδου, διακεκριμένος κυρίως ως ερευνητής
χειρογράφων και παλαιών λειτουργικών εντύπων της Ρουμανίας. Από τα έργα
του, αναφέρουμε: "Cultul mortilor vazut de cunoscatori straini" («Τα
νεκρώσιμα ερμηνευμένα από ξένους ερευνητές»), 1939' "Sfanta Cruce ca obiect
de cult" («Ο Τίμιος Σταυρός-αντικείμενο λατρείας»), 1937, πλήθος άρθρων
δημοσιευμένων στο περιοδικό "Mitropolia Moldovei σi Sucevei" («H Μητρόπολις
της Μολδαβίας και Σουλσέαβας»)[11] κ.ά. Η θεολογική του δραστηριότητα, όπως
και του π. Petre Vintilescu, συνεχίστηκε και μετά την συνταξιοδότηση του
(το 1948). Παράξενες οι συνταξιοδοτήσεις των καθηγητών Vintilescu και
Zugrav. Εξ' άλλου, ήταν μια αρχή του νέου κομμουνιστικού καθεστώτος να
αντικαθιστά, όσο μπορούσε, τους κατέχοντες υψηλές θέσεις στην πολιτική, την
κοινωνική ζωή και παιδεία, φοβούμενο μην αντιδράσουν στα δικτατορικά του
σχέδια.
Άλλοι Ρουμάνοι θεολόγοι -συγγραφείς εγχειριδίων, πραγματειών, μελετών
και άρθρων- οι οποίοι διακρίθηκαν στην ευχαριστιακή θεολογία σ' αυτή την
περίοδο ήταν:ο πατριάρχης Nicodim Munteanu, ο π. Gr. Ciuhandu, ο Liviu
Stan, ο π. Petre Procoviciu, ο Isidor Marcu, o D. Lungulescu κ.ά.
Κατά το πρώτο, λοιπόν, μισό του Κ' αιώνος, η ρουμανική ευχαριστιακή
θεολογία γνωρίζει μια ραγδαία ανάπτυξη. Με την δημοσίευση εγχειριδίων,
πραγματειών, άρθρων και μελετών, η ευχαριστιακή θεολογία εμπλουτίσθηκε με
έργα υψηλού ακαδημαϊκού επιπέδου, με κύρια χαρακτηριστικά: την αξιοποίηση
αρχαίων πηγών, την ωριμότητα και το κριτικό πνεύμα στην κατάταξη και
ερμηνεία των θεμάτων, την εμφάνιση του πρώτου Ρουμάνου λειτουργιολόγου
ευρωπαϊκού επιπέδου (του π. Petre Vintilescu).

Η περί την ευχαριστιακή θεολογία και την λατρευτική πράξη σύγχρονη έρευνα
στην Ορθόδοξο Εκκλησία της Ρουμανίας
Η πολιτική, κοινωνική και εκκλησιαστική ζωή αλλάζει στην σύγχρονη
Ρουμανία, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Από το 1945 αρχίζει η επιβολή
του κομμουνιστικού καθεστώτος, με συνέπειες σε όλη την κοινωνικοπολιτική
ζωή της χώρας, όπως και στην ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Καθώς είδαμε και
στην «Εισαγωγή» της παρούσης εργασίας, η ουσιαστική αλλαγή στην ζωή της
Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας άρχισε το 1948, με τον «Νόμο περί οργανώσεως
των θρησκειών».[12] Το κράτος έλεγχε οτιδήποτε γινόταν στη χώρα,
συμπεριλαμβανομένης και της θρησκείας. Η Ορθόδοξος Εκκλησία έπαψε να είναι
η επίσημη θρησκεία της Ρουμανίας και έπρεπε να περιορίσει της
δραστηριότητες της. Η εκκλησιαστική παιδεία δεν ήταν πλέον κρατική, αλλά
μπήκε στην αποκλειστική δικαιοδοσία της Εκκλησίας, η οποία την οργάνωσε εξ'
αρχής. Όπως αναφέραμε, περιορίστηκαν οι Θεολογικές Σχολές (Θεολογικά
Ινστιτούτα) σε δυο (Βουκουρεστίου και Σιμπίου) και η Εκκλησιαστικές
Ανώτερες Σχολές σε έξι.
Αρνητική εξέλιξη είχαν όλοι οι κλάδοι της θεολογίας, με τον περιορισμό
των εκδόσεων, τον περιορισμό των εκκλησιαστικών περιοδικών και τον πλήρη
έλεγχο του κράτους σε οτιδήποτε γραφόταν (μη τυχόν διαδοθούν ιδέες κατά του
καθεστώτος) κ.ά.
Ολόκληρη η ρουμανική θεολογία -και, βεβαίως, η λειτουργική- έπρεπε να
προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Τα κύρια χαρακτηριστικά της ρουμανικής
θεολογίας ήταν ο επίκαιρος και ο πρακτικός χαρακτήρας της. Η ευχαριστιακή
θεολογία κατευθύνθηκε προς θέματα της λειτουργικής και λατρευτικής ζωής
εκείνης της εποχής, τα οποία υπαγόρευαν οι γενικές ανάγκες της Εκκλησίας,
των κληρικών και των ορθοδόξων πιστών.
α) Τα κύρια χαρακτηριστικά της μεταπολεμικής ρουμανικής θεολογίας τα
αναφέρει ο π. loan Bria. Σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά της εποχής, η
προσαρμογή στην καινούργια κατάσταση έγινε από την ορθόδοξη θεολογία, με
βάση τις παρακάτω αρχές: 1) «την ενσωμάτωση της θεολογίας στην ζωή της
Εκκλησίας, με αποτέλεσμα η θεολογία να αποκτήσει παραδοσιακό και δυναμικό
χαρακτήρα, 2) την αρχή του ανοίγματος προς τον κόσμο και 3) την αρχή
ταυτότητος της ρουμανικής Ορθοδοξίας».[13]
Αυτή η ταξινόμηση του π. Bria είναι πολύ σωστή και χαρακτηριστική.
Πρέπει, όμως, να εξηγήσουμε και τι σημαίνει η κάθε αρχή, επειδή αυτές
είναι αρχές και της σύγχρονης ευχαριστιακής θεολογίας.
1) Με την ενσωμάτωση της θεολογίας στην ζωή της Εκκλησίας, η
ευχαριστιακή θεολογία-απέκτησε το περιεχόμενο που έπρεπε. Η θεολογία
συνεισέφερε στην ενότητα του δόγματος, της λειτουργικής-λατρευτικής ζωής
και της οργανώσεως της Εκκλησίας. Επίσης, η θεολογία συνεισέφερε στην
διευκρίνηση θέσεων της Εκκλησίας απέναντι στην κοινωνική ζωή, λαμβάνονταν
υπ' όψιν τις δύσκολες συνθήκες της εν λόγω περιόδου.
2) Με το άνοιγμα προς τον κόσμο, η Εκκλησία εφαρμόζει την αρχή «η
θεολογία εν τη διακονία της ζωής», η οποία χαρακτηρίζει την σύγχρονη
Ορθόδοξο Ρουμανική Εκκλησία. Για την λειτουργική-λατρευτική ζωή, αυτή η
αρχή επιδιώκει την εκπαίδευση καλών κληρικών με σκοπό να παιδαγωγήσουν τον
ρουμανικό λαό, ο οποίος στερήθηκε της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως. Αυτά στο
εσωτερικό.
Στις εξωτερικές της σχέσεις, η Ρουμανική Εκκλησία συμμετέχει στις
οικουμενικές συναντήσεις, παρουσιάζοντας τις θέσεις μιας ευχαριστιακής
παραδοσιακής θεολογίας, η οποία μπορεί να εμπλουτίσει την παγκόσμια
λειτουργική θεολογία.
3) Με την αρχή της ταυτότητος της, η ρουμανική θεολογία διακρίθηκε από
μια προσωπική αντίληψη, η οποία προέρχεται από τον συνδυασμό ζωής και
πίστεως, της πνευματικής και καθημερινής ζωής της Εκκλησίας και κόσμου. Για
την ευχαριστιακή και λειτουργική θεολογία, τα χαρακτηριστικά στοιχεία αυτής
της περιόδου -τα οποία αποτελούν και την ταυτότητα της λειτουργικής ζωής
και λατρείας- ήταν η προσαρμογή στις καινούργιες συνθήκες, με την
εγκατάλειψη των εξηγητικών τύπου μελετών της προηγουμένης περιόδου και η
κατεύθυνση προς επίκαιρα θέματα της Εκκλησίας, προς τις ανάγκες και τα
προβλήματα των πιστών: η ενοποίηση και βελτίωση της λατρείας σε όλη την
ρουμανική επικράτεια' η εξέταση των λειτουργικών προβλημάτων γενικού
ενδιαφέροντος κ.ά., τα οποία θα αναλύσουμε παρακάτω.
Την αποκλειστική ευθύνη της λατρευτικής ζωής και της ευχαριστιακής
θεολογίας σ' αυτή την περίοδο την είχε η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου
Ρουμανικής Εκκλησίας, η οποία διατήρησε ένα ορθόδοξο παραδοσιακό πνεύμα και
το μετέδωσε σε όλους τους θεολόγους και πιστούς της.
β) Οι εκπρόσωποι της ρουμανικής ευχαριστιακής θεολογίας είναι πολύ
περισσότεροι και με περισσότερα έργα στην σύγχρονη εποχή. Οι πατριάρχες
(Nicodim, Justinian, Justin και Teoctist) όχι μόνο προεδρεύουν της Ιεράς
Συνόδου της Ρουμανικής Εκκλησίας, αλλά και μας άφησαν λειτουργικά έργα,
όπως είναι: "Apostolat social" («Κοινωνική Ιεραποστολή») του πατριάρχου
Justinian και "Pe treptele slujirii" («Στην κλίμακα της ιερουργίας») του
σημερινού Πατριάρχου, του Μακαριωτάτου Teoctist.
Οι περισσότεροι λειτουργιολόγοι είναι κληρικοί, εκ των οποίων πολλοί
είχαν σπουδάσει σε ξένα Πανεπιστήμια της Ελλάδος, της Γαλλίας, της Ιταλίας,
της Αγγλίας κ.ά. Ο π. Petre Vintilescu συνέχισε και μετά την συνταξιοδότηση
του (1950) την λειτουργική δραστηριότητα. Πολύ σημαντικά έργα είναι:
"Liturghiile bizantine privite istoric in structura si randuila lor" («Οι
βυζαντινές λειτουργίες, ερμηνευμένες ιστορικώς, κατά την δομή και την
τυπική τους διάταξη»), Βουκουρέστι, 1943 και "Liturghierul explicat" («To
Ιερατικό επεξηγημένο»), Βουκουρέστι, 1972.[14]
Τα περισσότερα και σημαντικότερα έργα λειτουργικής της σύγχρονης
περιόδου ανήκουν στους εξής καθηγητές λειτουργικής των θεολογικών
Ινστιτούτων (Σχολών), Βουκουρεστίου και Σιμπίου: π. Ene Braniste, π.
Spiridon Candea, π. Alexandru Moisiu, π. Nicolae Necula, π. Liviu
(Laurentiu) Streza.
Ο πρωτοπρεσβύτερος π. Ene Braniste ήταν ο μαθητής και συνεχιστής του
λειτουργικού έργου του π. P. Vintilescu. Τακτικός καθηγητής λειτουργικής
στο Θεολογικό Ινστιτούτο Βουκουρεστίου (1950-1982), ο π. Ε. Braniste είναι
συγγραφεύς περίπου 80 διαφόρων λειτουργικών έργων, άρθρων, μελετών,
υπομνημάτων με μεγάλη συμβολή στην ανάπτυξη της Εκκλησιαστικής Τέχνης και
της Ποιμαντικής. Σχεδόν όλα τα λειτουργικά θέματα αναλύονται με ακαδημαϊκή
ακρίβεια από τον π. Ε. Braniste, όπως π.χ.: η ενοποίηση του Τυπικού και η
ομοιομορφία ακολουθιών στην Εκκλησία της Ρουμανίας, η συμψαλμωδία των
πιστών στην θεία Λειτουργία, η ανάλυση της θείας Λειτουργίας, η αναθεώρηση
της λατρείας, τα αμφιλεγόμενα θέματα Τυπικού, η ιστορία της θείας λατρείας
κ.ά. Βασικά έργα του π. Ε. Braniste είναι τα εξής: "Uniformitatea in
savarsirea serviciilor divine". («Η ομοιομορφία στην τέλεση των ιερών
ακολουθιών»), Βουκουρέστι, 1950 «Η ερμηνεία της θείας Λειτουργίας κατά τον
Νικόλαο Καβάσιλα» (στα ρουμανικά), Βουκουρέστι, 1943 «Η ειδική
Λειτουργική» (στα ρουμανικά), Βουκουρέστι, 1980 και «Η γενική Λειτουργική»
(στα ρουμανικά, Βουκουρέστι, 1985 και 1993).[15]
Ως λειτουργιολόγος, ο π. Ε. Braniste αντιπροσωπεύει την Ορθόδοξο
Εκκλησία της Ρουμανίας σε διάφορες οικουμενικές συνελεύσεις στην: Ελλάδα,
την Γαλλία, την Αγγλία, την Ελβετία, κ.ά., υποστηρίζοντας και προβάλλοντας
την ορθόδοξο ρουμανική θεολογία.
Την μεγαλύτερη επιρροή στην λειτουργική και την λατρευτική
πραγματικότητα την είχε, για τα ρουμανικά δεδομένα του β' μισού του Κ'
αιώνος, ο π. Ε. Braniste. Η άποψη του διατηρείτο από τον κλήρο πάντοτε με
ακρίβεια και οι διατυπώσεις του είχαν ισχύ νόμου στην ρουμανική
εκκλησιαστική και λειτουργική ζωή. Γι' όλα αυτά, ο π. Ε. Braniste
θεωρείται, δικαίως, ως μεγαλύτερος Ρουμάνος λειτουργιολόγος.
Ο π. Spiridon Candea, καθηγητής λειτουργικής του Θεολογικού
Ινστιτούτου Σιμπίου (1945-1968) ασχολήθηκε με θέματα όπως: η ομοιομορφία
της λατρείας, οι ιεροπραξίες, τα λειτουργικά βιβλία, το ημερολόγιο κ.ά.
Ο π. Liviu (Laurentiu) Streza νυν επίσκοπος του Caransebes είναι
καθηγητής λειτουργικής στο Σιμπίου από το 1986 και εισηγητής σε συνελεύσεις
του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στην Γαλλία και την Ελβετία. Έχει
γράψει πολλά αξιομνημόνευτα έργα όχι μόνο λειτουργικής, αλλά και
Χριστιανικής Τέχνης και Ποιμαντικής όπως π.χ., "Botezul in diferite rituri
liturgice crestine" («To Βάπτισμα στους διαφόρους χριστιανικούς
λειτουργικούς τύπους»), Βουκουρέστι, 1985 κ.ά. και πολλά άρθρα σε διάφορα
περιοδικά, όπως το πολύ γνωστό "Pastrarea unitatii in savarsirea cultului
divin si important ei pentru unitatea Bisericii Ortodoxe Romane". («H
διατήρηση της ενότητας στην τέλεση της θείας λατρείας και η σημασία της για
την ενότητα της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας»), εις "Mitr. Ard." 1989
τεύχος 2 κ.τ.λ.[16]
Ο π. Nicolae Necula, λέκτορας (από το 1975) και τακτικός καθηγητής
(από το 1984) της έδρας της Λειτουργικής, Ποιμαντικής και Εκκλησιαστικής
Τέχνης του Θεολογικού Ινστιτούτου (Σχολής) Βουκουρεστίου, συνέχισε το έργο
του π. Ε. Braniste. Τα έργα και άρθρα του καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα του
γνωστικού αντικείμενου της λειτουργικής.
Σημαντική προσφορά στην υιοθέτηση, από τον κλήρο, και τον λαό των
σωστών λειτουργικών πράξεων είναι η μόνιμη στήλη «Ερωτήσεις και απαντήσεις
σε λειτουργικά και ποιμαντικό-ιεραποστολικά θέματα» (στα ρουμανικά) του
περιοδικού του Ρουμανικού Πατριαρχείου: "Vestitorul Ortodoxiei Romanesti"
(«Ο αγγελιοφόρος της Ρουμανικής Ορθοδοξίας»). Αυτά τα άρθρα, ο π. Necula τα
ξαναδημοσίευσε σε δύο τόμους: "Traditie si innoire in slujirea liturgica"
(«Παράδοση και ανανέωση στην λειτουργική διακονία») [πρώτο τόμο το 1986 και
δεύτερο τόμο το 2001, Galati]. Αυτή η πραγματεία περιέχει τις ορθόδοξες
απαντήσεις σε θέματα και ερωτήσεις σχετικά με την θεία Λειτουργία, τα ιερά
Μυστήρια, τις ιεροπραξίες, το ναό, το εκκλησιαστικό έτος κ.τ.λ.[17]
Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Σεβασμιώτατος Laurentiu του Caransebes και
ο π. Nicolae Necula είχαν ένα πρωταρχικό ρόλο στην λειτουργική
πραγματικότητα της Ρουμανίας, μετά το 1989, δηλαδή μετά την
αντικομμουνιστική επανάσταση του Δεκεμβρίου 1989. Το 1990 αναγνωρίσθηκαν ως
Θεολογικές Σχολές τα θεολογικά Ινστιτούτα του Βουκουρεστίου και του
Σιμπίου. Έπειτα, ιδρύθηκαν άλλες 11 Θεολογικές Σχολές, σε όλη την ρουμανική
επικράτεια. Σ' αυτές τις Σχολές, οι δυο καθηγητές, μαζί με άλλους
διακεκριμένους θεολόγους-λειτουργιολόγους, οργάνωσαν κατά άριστο τρόπο τις
έδρες της Λειτουργικής, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της ευχαριστιακής
θεολογίας.
Στον τομέα της λειτουργικής είχαμε, κατά τον β' μισό του Κ' αιώνος,
και άλλους αξιόλογους εκπροσώπους, όπως π.χ. τον Milan Sesan, τον Nicolae
Corneanu, τον π. Dumitru Colotelo, τον π. loan Bria, τον π. Grigorie Babus,
τον loan Zagrean κ.ά.[18]
γ) Μετά από αυτή την παρουσίαση των κυριοτέρων λειτουργιολόγων, πρέπει
να επισημάνουμε τα κύρια χαρακτηριστικά της λειτουργικής πραγματικότητας,
κατά τον β' μισό του Κ' αιώνος στην Ρουμανία. Όπως αναφέραμε στην
«Εισαγωγή», η εγκαθίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Ρουμανία, μετά
τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, και οι μεταρρυθμίσεις οι οποίες ακολούθησαν
(κυρίως μετά το 1948) επηρέασαν ολόκληρη την εκκλησιαστική πραγματικότητα.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία απομονώθηκε από το κράτος, το μάθημα των «Θρησκευτικών»
απαγορεύθηκε σε όλα τα σχολεία και η εκκλησιαστική εκπαίδευση μπήκε στην
αποκλειστική δικαιοδοσία της Εκκλησίας.
Όλα αυτά τα στοιχεία επηρέαζαν τη θεολογία, γενικώς, και την
ευχαριστιακή θεολογία, η οποία μας ενδιαφέρει περισσότερο. Ο π. Constantin
Galeriu βλέπει, ως κύρια σημεία της ρουμανικής θεολογίας, τον «επίκαιρο»
και τον «πρακτικό της χαρακτήρα».[19] Για να είναι μια θεολογία «ζωντανή»
-δηλαδή να μπορεί να εξυπηρετήσει όχι μόνο την διαμόρφωση θεολογικών
απόψεων, αλλά και τις ανάγκες των μελών της Εκκλησίας- και η λειτουργική
προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα. Τα επίκαιρα θέματα της Εκκλησίας
αντικατέστησαν -και στην λειτουργική- τα έργα «εξηγητικού τύπου» και τις
«αφηρημένες» μελέτες[20] της προηγουμένης περιόδου.
Η ρουμανική ευχαριστιακή θεολογία, διατηρώντας και μετά το 1945 το
ακαδημαϊκό επίπεδο και το αυστηρό επιστημονικό πνεύμα,[21] συμμορφώθηκε με
τα νέα δεδομένα της ρουμανικής πραγματικότητας, με το κύρια χαρακτηριστικά
το πρακτικό και το επίκαιρο πνεύμα της. Γι' αυτό τον λόγο, το ενδιαφέρον
των ρουμάνων λειτουργιολόγων συγκεντρώθηκε προς θέματα της σύγχρονης
θρησκευτικής ζωής, των αναγκών της Ρουμανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και των
μελών της, λαϊκών και κληρικών.
Η Ιερά Σύνοδος της Ρουμανικής Εκκλησίας εφάρμοζε την αρχή «η θεολογία
εν τη διακονία της Εκκλησίας»,[22] για να μπορέσει να αντέξει στις δύσκολες
συνθήκες. Αυτή η αρχή εφαρμόστηκε και στον λειτουργικό τομέα, ο οποίος είχε
-σαν κύριο στόχο- την άμεση εκπαίδευση των υποψηφίων κληρικών, οι οποίοι
έπρεπε να διαφωτίσουν θεολογικά τον ρουμανικό λαό, τον στερημένο
εκκλησιαστικής εκπαίδευσης.
Η υποχρεωτική ανασυγκρότηση της εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως (το 1948-
1949) απαιτούσε ένα νέο αναλυτικό πρόγραμμα, συστηματικό, της ευχαριστιακής
και της λειτουργικής θεολογίας και την έκδοση καινούργιων λειτουργικών
εγχειριδίων.[23] Οι βάσεις νέων εγχειριδίων ξεκίνησαν με τα θεολογικά
συνέδρια του 1950 και 1959 από τις Dragoslavele, εμπλουτίσθηκαν συνεχώς και
το αποτέλεσμα όλων αυτών των λειτουργικών απασχολήσεων για την έκδοση
εγχειριδίων πανεπιστημιακού επιπέδου ολοκληρώθηκαν αργότερα. Το 1980-1985 ο
διάσημος λειτουργιολόγος Ene Braniste δημοσίευσε τα καλύτερα πανεπιστημιακά
εγχειρίδια Λειτουργικής από την ιστορία της Ρουμανικής Εκκλησίας: την
"Liturgica specials" («Η ειδική Λειτουργική») και την "Liturgica generala"
(«Η γενική Λειτουργική»). Από το 1993 έχουμε και την δεύτερη έκδοση της
«Ειδικής Λειτουργικής».
Αυτά τα εγχειρίδια είναι μια σύνθεση όλων των λειτουργικών θεμάτων, με
βάση όλα τα λειτουργικά έργα από όλο τον κόσμο και με μια τεκμηριωμένη και
υψηλού επιπέδου παρουσίαση της ύλης.
Θα ήταν ενδιαφέρον να παρουσιάσουμε, πολύ σύντομα, τα περιεχόμενα των
δυο αυτών τόμων. Η "Liturgica generala" («Η γενική Λειτουργική»),
Βουκουρέστι 1980 (1η έκδοση) και 1993 (2η συμπληρωματική έκδοση) έχει τα
εξής κεφάλαια: «Εισαγωγή στην μελέτη της Λειτουργικής», «Περί λατρείας» (η
ίδρυση, η εξέλιξη και τα γνωρίσματα της ορθοδόξου λατρείας), «Λειτουργικά
πρόσωπα» (ο κατώτερος, ο ανώτερος κλήρος και οι λαϊκοί στην Ορθόδοξο
Εκκλησία), «Λειτουργικοί χρόνοι» (κινητές και ακίνητες εορτές, περίοδοι
νηστείας, τα ψυχοσάββατα), «Τόποι λατρείας», «Γνώσεις χριστιανικής
αρχαιολογίας και εκκλησιαστικής τέχνης» (αναλύει τους χριστιανικούς ναούς,
την αρχιτεκτονική και την αγιογραφία τους), «Αντικείμενα λατρείας» (τα
λειτουργικά σκεύη και άμφια, τα υλικά των Ακολουθιών και Μυστηρίων και τα
λειτουργικά βιβλία) και ο «Λόγος και η πράξη ως μέσα εκφράσεως της
λατρείας» (αναλύει την προσευχή, την υμνογραφία, το κήρυγμα και τα
αναγνώσματα).[24]
Ο δεύτερος τόμος, "Liturgica specials" («Η ειδική Λειτουργική»),
Βουκουρέστι, 1985, επίσης πλούσιος και πολύτιμος, έχει τα εξής μέρη: 1)
«Εισαγωγή στην ειδική Λειτουργική», 2) «Ακολουθίες του νυχθημέρου»
(ιστορία, η τυπική διάταξη και το υπόμνημα των ακολουθιών), 3) «Η θεία
Λειτουργία» (η ιστορική εξέλιξη, η τυπική διάταξη και η ερμηνεία
λειτουργιών βυζαντινού τύπου), 4) «Τα ιερά Μυστήρια» (η ιστορία, η τυπική
διάταξη και η ερμηνεία των επτά Μυστηρίων, 5) «Οι ιεροπραξίες».[25]
Λιτό, σαφές, πλούσιο σε πληροφορίες, βασισμένο στην ορθόδοξο παράδοση
-αυτά είναι τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του έργου, μεγάλης επιστημονικής
σημασίας για όλη την Ορθοδοξία.
δ) Ένα σημαντικό θέμα, το οποίο απασχόλησε και συνεχίζει να απασχολεί
την Ιερά Σύνοδο της Ρουμανικής Εκκλησίας ήταν η ενοποίηση και η ομοιομορφία
της θείας λατρείας σε όλη την Ρουμανική Εκκλησία. Οι ποικίλες ετερόδοξες
επιδράσεις ασκούμενες σε μερικές περιοχές της Ορθοδόξου Ρουμανικής
Εκκλησίας πριν την ενοποίηση της χώρας (το 1918) και την επαναφορά της
Ουνιτικής Εκκλησίας του Αρντέαλ στην Ορθοδοξία (το 1548),[26] τα τοπικά
έθιμα και οι καινοτομίες στον τομέα της λατρείας επέβαλαν λήψη σοβαρών
μέτρων εκ μέρους της Ιεράς Συνόδου της Ρουμανικής Εκκλησίας για την
ομοιομορφία της θείας λατρείας και την ενοποίηση του «Τυπικού». Ιεράρχες,
καθηγητές θεολογίας και κληρικοί αναλύουν τις διάφορες πτυχές αυτών των
θεμάτων πρακτικής φύσεως, όπως είναι: η ομοιομορφία ακολουθιών με
συλλείτουργο, η τήρηση της καθοριζομένης τάξεως των ακολουθιών στα
λειτουργικά βιβλία, η ανάγκη διαφύλαξης ομοιομορφίας του «Τυπικού» και των
ακολουθιών, η ομοιομορφία της εκκλησιαστικής ψαλμωδίας, η καταπολέμηση των
ετεροδόξων καινοτομιών, ελαττωμάτων, νεωτερισμών και υπερβάσεων, με
προέλευση την αφομοιωμένη Ουνιτική Εκκλησία της Τρανσυλβανίας (από το 1948)
ή την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η ενεργή συμμετοχή των πιστών στην θεία
Λειτουργία και την εκκλησιαστική ψαλμωδία[27] κ.ά.
Αξιόλογες προσπάθειες των λειτουργιολόγων είχαν ως σκοπό κάποιες
διευκρινήσεις της λειτουργικής πρακτικής, όπως ήταν η χρησιμοποίηση του
Αντιμηνσίου στους ναούς, ο ρόλος των διακόνων στην λατρεία, το γονάτισμα
των πιστών κατά την ώρα αναγνώσματος του Ευαγγελίου, η χρήση του αντίδωρου
κ.ά.[28]
Η τέλεση των Ακολουθιών μετά του συλλείτουργου απασχόλησαν τους
λειτουργιολόγους, επειδή χρειαζόταν να υπάρχει ένα ενιαίο τυπικό σε όλα τα
μέρη της χώρας, περισσότερο για τις ακολουθίες των αρχιερέων. Γι' αυτό τον
λόγο, έχουμε μελέτες με ολόκληρη την ακολουθία της θείας Λειτουργίας μετά
του συλλείτουργου[29] και την λύση των αποριών σχετικά με τις δύο εισόδους
της θείας Λειτουργίας.[30]
Στην καθημερινή τέλεση των ακολουθιών υπήρχαν κάποιες διαφορές απόψεων
για τον τρόπο τελέσεως τους ή και φιλονικίες μεταξύ των λειτουργιολόγων.
Αυτές λύθηκαν με τη δημοσίευση άρθρων και μελετών και σταθεροποιήθηκε και
το «Τυπικό». Μεταξύ αυτών των προβλημάτων ήταν και τα εξής: οι προσφορές
και ο οίνος για την Προσκομιδή,[31] οι ευαγγελικές περικοπές οι οποίες
διαβάζονται από τα Φώτα έως τις αρχές του Τριωδίου,[32] τα χρώματα αμφιών
κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, οι ώρες τελέσεως της θείας
Λειτουργίας Προηγιασμένων Δώρων, η ακολουθία κηδείας των ιερέων,[33] οι
μερίδες της Προσκομιδής για διάφορες ανάγκες,[34] οι φόρμουλες των
«ευλογιών» από τις αρχές των ακολουθιών και οι απολύσεις των ακολουθιών[35]
κ.ά.
Για κάποιες μορφές λειτουργικών ευχών και για κάποιες μεταφράσεις των
κειμένων των ευχών ή ψαλμωδιών χρησιμοποιημένων στην λατρεία, χρειάστηκε η
επέμβαση των ειδικών. Με τις διευκρινήσεις τους, λύθηκαν αυτά τα
μικροπροβλήματα, όπως ήταν: η έκφραση «Σοφία, ορθοί» πριν το ανάγνωσμα του
Ευαγγελίου, η σωστή μορφή των στίχων 8-10 του Ψαλμού 23 (οι οποίοι
χρησιμοποιούνται στα Εγκαίνια ενός Ιερού Ναού και -στην Τρανσυλβανία- και
στην αναστάσιμη ακολουθία την νύχτα της Αναστάσεως),[36] η προέλευση των
στίχων «Αναστήτω ο Θεός...», πως θυμιάζει ο ιερέας την Αγία Τράπεζα, στις
αρχές των ακολουθιών της εβδομάδος της Διακαινησίμου, και η απόλυση του
Πάσχα.[37]
Εκτός από την ενοποίηση του «Τυπικού», έγιναν μεγάλες προσπάθειες για
την καταπολέμηση κάποιων νεωτερισμών ή τοπικών λανθασμένων πρακτικών
λειτουργικής φύσεως, προερχομένων από την άγνοια ή και καταπάτηση του
«Τυπικού» από κληρικούς και λαϊκούς, όπως ήταν: οι ονομαστικές μνημονεύσεις
από κάποιους ιερείς στην «εκτενή» μετά το Ευαγγέλιο στην θεία Λειτουργία
και την μεγάλη είσοδο,[38] η θεία Μετάληψη των υγειών πιστών εκτός της
θείας Λειτουργίας,[39] το έθιμο (το οποίο συναντούσαμε στην Τρανσυλβανία
και το Μπανάτ, δηλαδή στα βόρεια και δυτικά μέρη της Ρουμανίας) να γίνεται
η ακολουθία της κηδείας στο σπίτι του νεκρού, χωρίς να τον πηγαίνουν στην
Εκκλησία,[40] η συντόμευση της ακολουθίας του Βαπτίσματος, με την παράλειψη
των «Ειρηνικών» και της ευχής για τον αγιασμό του νερού της κολυμβήθρας (το
νερό αντικαθίσταται με Μικρό Αγιασμό)[41] κ.ά.
Μεγάλη προσπάθεια έγινε στις προβληματικές περιοχές της Τρανσυλβανίας
και του Μπανάτου για τον αποκλεισμό των ετεροδόξων λειτουργικών πρακτικών,
με προέλευση την Ουνία, τον Ρωμαιοκαθολικισμό, τους Προτεστάντες. Με την
επέμβαση της Εκκλησίας, λύθηκαν προβλήματα, όπως π.χ. ήταν: η τέλεση
περισσοτέρων θείων Λειτουργιών την ίδια μέρα από έναν ιερέα στην ίδια Αγία
Τράπεζα,[42] η τέλεση του Μυστηρίου του Βαπτίσματος διά ραντίσματος ή διά
εκχύσεως και η αναβολή της θείας Μεταλήψεως των νεοφώτιστων[43] (πρέπει να
τονίσουμε ότι, στην Εκκλησία της Ρουμανίας, είναι υποχρεωτική η Μετάληψη
των νεοφώτιστων, αμέσως μετά το Βάπτισμα), η λατρεία της «καρδιάς» του
Ιησού και κάποιων ρωμαιοκαθολικών αγίων (όπως του Αντωνίου του Πάντοβα)[44]
κ.ά. Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια σ' αυτές τις περιοχές, επηρεασμένες από
τις ετερόδοξες ομολογίες, για να καθαριστεί η ορθόδοξη λατρεία από αυτές
τις πρακτικές και σ' αυτές τις προσπάθειες είχαν συμβάλλει, από κοινού,
κληρικοί, ιεράρχες, θεολόγοι και πιστοί.
ε) Μεγάλη σημασία δόθηκε, από τους Ρουμάνους λειτουργιολόγους, στην
διάρθρωση και έκδοση όλων των λατρευτικών βιβλίων, για να υπάρχει μια
ομοιομορφία στην τέλεση των ακολουθιών. Ο ίδιος ο Πατριάρχης Ιουστινιανός
διόρθωσε το «Κυριακοδρόμιον» (1960), το «Ευαγγέλιον» (1964), το «Ιερατικόν»
(μαζί με τον καθηγητή π. Petre Vintilescu). Και άλλοι θεολόγοι συνετέλεσαν
σ' αυτό το έργο, όπως ήταν: ο π. Ε. Braniste («Μικρό Οκτώηχο» το 1959 και
το 1970, το «Ευαγγέλιο» με την Πασχαλιά), ο Μητροπολίτης Tit Simedrea, οι
καθηγητές Tudor Popescu και Olimp Caciula κ.ά.[45]
Το βασικό βιβλίο με το τυπικό των ακολουθιών ήταν μία άμεση ανάγκη για
τους κληρικούς και ψάλτες. Στην χρήση ήταν το «Τυπικό» του π. D. Lungulescu
από το 1926, αλλά σχεδόν σε κάθε περιοχή της Ρουμανίας χρησιμοποιόντουσαν
και άλλα «Τυπικά». Γι' αυτούς τους λόγους και την ομοιομορφία της λατρείας
της Ρουμανικής Εκκλησίας, μια επιτροπή λειτουργιολόγων καθηγητών (π. Ε.
Braniste, π. Αl. Moisiu, π. Gh. Meda κ.ά.), υπό την Προεδρία του
Μητροπολίτου Ολτένιας Teoctist (του νυν Πατριάρχου Ρουμανίας) εξέδωσε το
πρώτο ολοκληρωμένο και βελτιωμένο «Τυπικό» της Ορθοδόξου Ρουμανικής
Εκκλησίας στο Βουκουρέστι, το 1976. Αυτό είναι σε χρήση και σήμερα.
Περιέχει όλες τις ακολουθίες του νυχθημέρου όλης της εκκλησιαστικής
χρονιάς, της θείας Λειτουργίας (του Ιερού Χρυσοστόμου, του Μεγάλου
Βασιλείου και Προηγιασμένων Δώρων), των ιερών Μυστηρίων και ιεροπραξιών, με
τις ανάλογες διευκρινήσεις.[46] Ο ρόλος αυτού του «Τυπικού» για την
Εκκλησία της Ρουμανίας είναι τεράστιος. Μάλλον για πρώτη φορά στην ιστορία
της Ρουμανικής Εκκλησίας έγινε πράξη η ομοιομορφία της θείας λατρείας και
ενοποιήθηκε και το «Τυπικό» όλης της χώρας.
στ) Μεταξύ των θεμάτων πρακτικής φύσεως της θείας λατρείας, που
επεδίωκε η Εκκλησία μετά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο ήταν η βελτίωση των
λατρευτικών δραστηριοτήτων των Ρουμάνων κληρικών. Εκτός των αναφερομένων
προηγουμένως πράξεων και άρθρων, δόθηκε γραμμή για το πως πρέπει να
λειτουργούν οι κληρικοί,[47] την ειδική προετοιμασία του ιερέως ιδιαιτέρως
για την θεία Λειτουργία και τον τρόπο συμπεριφοράς που (θα τα αναλύσουμε σε
ένα άλλο κεφάλαιο).
ζ) Υιοθετήθηκαν μέθοδοι, από την Εκκλησία, για την βελτίωση της
θρησκευτικής ζωής των πιστών μέσω της ενεργούς συμμετοχής τους στην θεία
λατρεία, η οποία πρέπει να παραμένει «η κυρίως πηγή και κανόνας της
πραγματικής ορθοδόξου ευλάβειας»,[48] θεολόγοι αναλύουν τους τρόπους τους
οποίους πρέπει οι κληρικοί να εφαρμόζουν γι' αυτό τον σκοπό και, πρώτα, την
προαγωγή της κοινής εκκλησιαστικής ψαλμωδίας και την συμμετοχή στην θεία
Κοινωνία.
Οι λειτουργιολόγοι τονίζουν την μεγάλη σημασία της θείας λατρείας, σαν
μέσο ποιμαντικής και ανάπτυξης της θρησκευτικής ζωής στην Ορθόδοξη
Εκκλησία[49] και ιδιαιτέρως, της χριστιανικής ηθικής στην σύγχρονη
κοινωνία. Αξιόλογος είναι και ο κατηχητικός ρόλος του πραγματικού
διδακτικού θησαυρού ο οποίος βρίσκεται, σε όλες τις ορθόδοξες
ακολουθίες.[50]
η) Τον κεντρικό ρόλο στην ευχαριστιακή θεολογία της Ρουμανίας σ' αυτή
την περίοδο τον έχει η θεία Λειτουργία. Με μονογραφίες, άρθρα, μελέτες,
πραγματείες αναλύονται όλες οι πτυχές της θείας Λειτουργίας, όπως είναι: η
ίδρυση, η ιστορική εξέλιξη, η σημερινή μορφή της, ο συσχετισμός ανάμεσα
στην λατρεία της Παλαιάς Διαθήκης και την χριστιανική λατρεία, τα αρχαία
λειτουργικά συγγράμματα («Η Διαθήκη του Κυρίου», «Η Αποστολική Παράδοσης»
του Ιππολύτου, «Το Ευχολόγιον» του Σεραπίωνος κ.ά.), η χρήση της Αγίας
Γραφής στην ορθόδοξο λατρεία, η λειτουργική γλώσσα, οι λειτουργικές
πράξεις, η ενότητα και η ομοιομορφία της λατρείας, η «αναγέννηση» (ή «η
αναθεώρηση») της λατρείας, οι λειτουργικοί τύποι, τα μέρη της θείας
Λειτουργίας (και η ερμηνεία τους)[51] κ.ά.
θ) Σημαντικά γεγονότα και επέτειοι, που συνέβησαν -κατά την περίοδο
αυτή- στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρουμανίας και σ' ολόκληρη την Ορθοδοξία
είχαν την πρέπουσα κάλυψη και εκ μέρους των λειτουργιολόγων, οι οποίοι
υπογράμμισαν τις σχέσεις μεταξύ της χριστιανικής λατρείας και αυτών των
γεγονότων. Τέτοια επιφανή γεγονότα ήταν: στην Ορθόδοξο Εκκλησία της
Ρουμανίας: η αφομοίωση της Ουνιτικής Εκκλησίας της Τρανσυλβανίας (το
1948),[52] 450 χρόνια από την εκτύπωση του πρώτου λειτουργικού βιβλίου στην
Ρουμανία (το «Λειτουργικόν»-«Ιερατικόν» του Μακαρίου, 1508-1958),[53] 600
χρόνια από την ίδρυση της Μητροπόλεως Ουγγροβλαχίας (Μουντένιας, το 1359).
Ιδιαίτερη σημασία είχαν οι ανακηρύξεις των Ρουμάνων αγίων (του αγίου
Καλλινίκου της Τσερνικας, των Αγίων Ιερομαρτύρων Ιλίε Ιόρεστ και Σάββα
Μπράνκοβιτσι, του αγίου Ιωσύρ του Νέου κ.ά.) και η γενίκευση σε όλη την
Εκκλησία της Ρουμανίας των εορτών των αγίων με άγια λείψανα στην Ρουμανία
(της οσίας Παρασκευής της Επιβατινής, του αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολύτου,
της αγίας Φιλοθέης κ.ά.), οι οποίες έγιναν το 1955, το 1966 και το
1992.[54] Μ' αυτές τις ευκαιρίες, οι λειτουργιολόγοι τόνισαν την λατρευτική
σημασία των γεγονότων για την Ρουμανική Εκκλησία και δημοσίευσαν τον βίο
και τα θαύματα των εν λόγω αγίων.[55]
ι) Επιφανή γεγονότα και επέτειοι της Ορθοδοξίας, τα οποία εορτάστηκαν
και στην Ρουμανία ήταν: η επέτειος των αγίων Τριών Ιεραρχών (προστατών των
γραμμάτων και στην Ρουμανία), 900 χρόνια από το Μεγάλο Σχίσμα των δυο
Εκκλησιών (το 1054),[56] η χιλιετία του Αγίου Όρους,[57] 1900 χρόνια από
τον μαρτυρικό θάνατο των αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου[58] κ.ά.
Μ' αυτούς τους εορτασμούς, οι λειτουργιολόγοι τόνισαν την σημασία των
γεγονότων για την λατρευτική ζωή της Εκκλησίας και -στην δεύτερη περίπτωση-
φανερώθηκε η ενότητα της ορθοδόξου λατρείας, πέρα από εθνικά σύνορα ή και
ηπείρους.
ια) Λειτουργικά θέματα γενικού ενδιαφέροντος για την Ορθόδοξο
Εκκλησία, τα οποία συζητιούνται μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών και πρέπει
να λυθούν σε μια πανορθόδοξο συνοδό αναλύονται και από τους Ρουμάνους
λειτουργιολόγους. Το πρόβλημα ενοποιήσεως του εκκλησιαστικού ημερολογίου
και ο προσδιορισμός, από κοινού, των Πασχαλιών έχει μια κεντρική θέση. Ο π.
Spiridon Candea[59] και ο Cezar Vasiliu[60] συνηγορούν υπέρ της κοινής
ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα από όλους τους Χριστιανούς. Αυτό δύναται να
πραγματοποιηθεί μόνο εάν όλες οι Ορθόδοξες εθνικές εκκλησίες αποδεχθούν το
νέο ημερολόγιο και -στην συνέχεια- θα αποδεχθεί όλη η Ορθόδοξος Εκκλησία τα
σωστά Πασχαλιά.
Άλλα θέματα γενικού ορθοδόξου ενδιαφέροντος, τα οποία πρέπει να λυθούν
και τα οποία αναλύονται από τους Ρουμάνους λειτουργιολόγους, είναι: η
ομοιομορφία των λειτουργικών κειμένων και της θείας λατρείας, η
αναπροσαρμογή της τάξεως των ακολουθιών στις σημερινές συνθήκες ζωής),[61]
ο κοινός προσδιορισμός της ανακηρύξεως αγίων, η προσαρμογή των νηστειών
στην σημερινή ζωή[62] κ.ά.
ιβ) Ο οικουμενισμός είναι άλλο μεγάλο θέμα το οποίο απασχολεί την
ρουμανική θεολογία και τους λειτουργιολόγους, ειδικώς, περισσότερο μετά την
οριστική είσοδο της ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο
των Εκκλησιών (στο New Delhi Ινδία, το 1961). «Η ανάπτυξη των αδελφικών
παραδοσιακών σχέσεων με τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, η
δημιουργία νέων επαφών αλληλογνωριμίας μεταξύ της Ορθοδόξου Ρουμανικής
Εκκλησίας και των ετεροδόξων Εκκλησιών, η ενεργός συμμετοχή της Ρουμανικής
Εκκλησίας σε θεολογικά συνέδρια, συγκεντρώσεις και διάλογους οικουμενικού
χαρακτήρος»[63] -ιδού θέματα τα οποία απασχολούν τους θεολόγους όλων των
κλάδων. Επίσης, οι θεολόγοι πρέπει να έχουν στο κέντρο του ενδιαφέροντος
τους όχι μόνο την ανάλυση της ιστορίας, της διδασκαλίας και διοργανώσεως
διαφόρων χριστιανικών ή μη ομολογιών, αλλά και της λατρείας τους, της πιο
σημαντικής -μάλλον-πλευράς της θρησκευτικής τους ζωής.
ιγ) Η πρώτη συνέπεια αυτών των ενεργειών ήταν η εμφάνιση μιας νέας
ενασχόλησης των Ρουμάνων λειτουργιολόγων της συγκριτικής έρευνας της
λατρείας των διαφόρων Χριστιανικών Εκκλησιών και ομολογιών. Αυτή η έρευνα,
στην Δύση, απέκτησε μορφή ειδικού κλάδου της Λειτουργικής: την «Συγκριτική
Λειτουργική».[64] Σ' αυτή την κατεύθυνση δημοσιεύθηκαν μελέτες και άρθρα
περί της λατρείας των ετεροδόξων δυτικών Εκκλησιών σε σύγκριση μ' εκείνη
της Ορθοδόξου Εκκλησίας.[65]
Ένα αξιόλογο έργο είναι η διδακτορική διατριβή του π. Dumitru
Colotelo: «Η λειτουργική κίνηση στον δυτικό Χριστιανισμό».[66] Μελετώνται
οι αιτίες αυτής της κινήσεως, η επίδραση που άσκησε, η αποτελεσματικότητα
σε σχέση με τους στόχους της και η συμβολή της στην ανανέωση της
λειτουργικής ζωής στον λουθηρανικό Προτεσταντισμό και τον Ρωμαιοκαθολικισμό
της Γερμανίας. Η διατριβή τελειώνει με τον τονισμό αλληλογνωριμίας και με
τις Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Η εμφάνιση μιας νέας λειτουργίας δυτικού τύπου (του αγίου Γερμανού
Παρισίων) προκάλεσε την αντίδραση των Ρουμάνων θεολόγων,[67] επειδή απέχει
από το παραδοσιακό ορθόδοξο πνεύμα.
Λειτουργικά έργα έχουμε στην Ρουμανία και περί της λατρείας των
Προχαλκηδονίων Εκκλησιών (Αρμενικής, Κοπτικής, Αιθιοπικής, Μαρωνιτικής,
Θωμιστών Χριστιανών του Μαλαμπάρ-Ινδίας, Συροϊακωβιτικής) των εκλεκτών
λειτουργιολόγων: του π. Nicolae Necula («Η δογματική διδασκαλία και η
θρησκευτική ζωή της Κοπτικής Εκκλησίας, κατοπτριζόμενες στα λειτουργικά της
κείμενα, ευχές και ύμνους», στα ρουμανικά, διδακτορική διατριβή, 1976), του
π. Nicolae Dura (περί της Αιθιοπικής Εκκλησίας), του Μητροπολίτου Vasile
Costin (περί της Συροϊακωβιτικής Εκκλησίας)[68] κ.ά. Ο σκοπός των Ρουμάνων
λειτουργιολόγων δεν είναι μόνο η παρουσίαση της λατρείας της κάθε εν λόγω
Εκκλησίας, αλλά και μια καλή αλληλογνωριμία για την προετοιμασία του
διαλόγου, για την επανόρθωση της ενότητας της Χριστιανικής Εκκλησίας.
ιδ) Μας ενδιαφέρουν άμεσα και οι συναντήσεις της Επιτροπής «Πίστη και
Τάξη» τον Παγκοσμίου Συμβουλίον Εκκλησιών, στις οποίες συζητιούνται τα
λειτουργικά θέματα: στο Νέο Δελχί, Ινδίας (το 1961), το Montreal (Καναδά,
1963), το Nairobi (Κένυα, 1975) κ.ά. Στη βασική ερώτηση: ποια είναι η
ενότητα την οποία ψάχνουμε και ποια είναι η μορφή της; η Ορθόδοξος
Ρουμανική Εκκλησία απαντάει: η ενότητα αυτή δίδεται με το παράδειγμα της
Παναγίας Τριάδος, όπως την αποκάλυψε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, της
οποίας η Εκκλησία πρέπει να είναι μια εικόνα (αντίγραφο) στον κόσμο.[69]
Κατατοπιστικά, νομίζουμε, είναι τα συμπεράσματα του καθηγητού
Alexandru Zarea[70] για τα λειτουργικά θέματα της Επιτροπής «Πίστη και
Τάξη» (Montreal, Καναδά, 1963). Η ρουμανική αντιπροσωπεία συμφώνησε προς
τις εξής λειτουργικές απόψεις: 1) «μια ακολουθία είναι μια ζωντανή
διαδικασία των μεγάλων γεγονότων του Κυρίου στην ιστορία' αυτά τα γεγονότα
τα σωτήρια απαγγέλλονται με το κήρυγμα, εορτάζονται με την θεία Ευχαριστία
και ομολογούνται με τις προσευχές, την εξομολόγηση και τις προσφορές
ευχαριστιών από του πιστούς» 2) οι Ορθόδοξοι πιστεύουν ότι η θεία
Λειτουργία δεν είναι κάθε ακολουθία ή ελεύθερη προσευχή, αλλά η ακολουθία
μέσα στην οποία έχουμε την θεία Ευχαριστία 3) η ανάγκη συγκριτικών
λειτουργικών μελετών, για μια καλύτερη αλληλογνωριμία κ.ά. (οι απόψεις του
Ρώσσου Μ. Δ. Ουσπένσκυ).[71] Στο επίσημο έγγραφο δραστηριοτήτων
παρουσιάσθηκαν απόψεις όπως: 1. στις ακολουθίες, «αποκαλύπτεται ο Θεός μέσω
Χριστού εν τω Αγίω Πνεύματι» και, σ' αυτές, εμείς αναγεννιόμαστε
πραγματικά 2. είναι μία άμεση ανάγκη η ένωση των Εκκλησιών 3. η κοινή
λατρεία του Χριστιανισμού, μαζί με την προσωπική λατρεία, είναι «πνευματική
ανάγκη κάθε ανθρώπου» 4. τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ορθοδόξων ακολουθιών
είναι: «η ανάμνηση, η συμμετοχή και μία πρόγευση της μελλούσης δόξης
(εσχατολογικός χαρακτήρας)» 5. η τάξη της θείας Κοινωνίας περιέχει την
«διακονία του λόγου» και την «διακονία του μυστηρίου» (η προσφορά οίνου και
άρτου, ο καθαγιασμός, η Κοινωνία») κ.ά.[72]
Μεγάλης σημασίας είναι και τα ορθόδοξα λειτουργικά Συνέδρια, στα οποία
έχουν συμμετάσχει Ρουμάνοι θεολόγοι, όπως ήταν τα Συνέδρια της Θεολογικής
Σχολής "Saint-Serge" Παρισιού. Στο ΚΓ Συνέδριο (1976) ο π. Ene Braniste
παρουσίασε το θέμα: «Η λειτουργική σύναξη στις «Αποστολικές Διαταγές» και
οι διάφοροι της ρόλοι σ' αυτές», στο οποίο αναλύεται η σημασία αυτού του
αρχαίου λειτουργικού έργου για τη θεία Λειτουργία και την χριστιανική
λατρεία, γενικώς. Τονίζεται η αξία των αναμνηστικών λόγων του Σωτήρος
Χριστού στο Μυστικό Δείπνο, καθώς και ο χαρακτήρας της θυσίας του Χριστού.
Στο ΚΔ' Συνέδριο Saint-Serge (το 1977), ο π. D. Staniloae παρουσίασε
το θέμα: "Cultul comunitar si cultul interior in viziune filocalica" («Η
κοινή λατρεία και η εσωτερική λατρεία από φιλοκαλική άποψη»). Η εξωτερική
και εσωτερική λατρεία αποτελούν μια ενότητα, η οποία εκφράζεται μέσω της
ορθοδόξου λατρείας, μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία και η οποία διατηρεί την
παράδοση της Χριστιανικής Εκκλησίας.
Στο ΚΘ' Συνέδριο Saint-Sage (το 1982) ο π. D. Staniloae παρουσίασε την
εργασία: "Cult si jertfa euharistica" («Λατρεία και η ευχαριστιακή θυσία»).
Η ορθόδοξη λατρεία έχει, σαν βάσει, την θυσία του Χριστού και τη θυσία του
Μυστικού Δείπνου.[73]
Σε όλες αυτές τις διεθνείς συναντήσεις, οι Ρουμάνοι θεολόγοι ανέπτυξαν
μια παραδοσιακή λειτουργική θεολογία γνωρίζοντας -στον κόσμο- και τις
απόψεις της λειτουργικής της Ρουμανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
ιε) Δεν λείπουν, από τις απασχολήσεις των Ρουμάνων λειτουργιολόγων της
σύγχρονης εποχής, οι επιστημονικές μελέτες λειτουργικού χαρακτήρος.
Συνεχίζεται -σε ανώτερο επιστημονικά επίπεδο- η έρευνα της ιστορίας και
ερμηνείας της ορθοδόξου λατρείας.[74] Θέματα τα οποία απασχολούν τους
λειτουργιολόγους είναι τα εξής: 1) η αρχή, η ίδρυση και η ανάπτυξη της
θείας λατρείας [75] 2) οι ακολουθίες του νυχθημέρου [76] 3) η ίδρυση, η
εξέλιξη και η ερμηνεία της θείας Λειτουργίας (ολόκληρης ή κάποιων μερών
της) [77] 4) η ιστορία, η εξέλιξη και η ερμηνεία των ιερών μυστηρίων (Αγίου
Μύρου, Χειροτονίας, Βαπτίσματος κ.ά.)[78] και ιεροπραξιών (ιδιαιτέρως της
ακολουθίας της κηδείας κ.ά.[79]) 5) το εκκλησιαστικό έτος, οι νηστείες και
οι εορτές (Δεσποτικές, Θεομητορικές και των αγίων) [80] 6) μελέτες
υμνολογικού χαρακτήρος [81] 7) η σημασία λειτουργικών σκευών και ιερών
εικόνων.[82] Αξιοσημείωτο είναι ότι, εξ' αιτίας της ορθοδόξου ρουμανικής
ευλάβειας, δίδεται μεγάλη σημασία στην λειτουργική πράξη ευλογίας των ιερών
εικόνων. Το ρουμανικό «Ευχολόγιον» συμπεριλαμβάνει ειδική τάξη για την
ευλογία των εικόνων: α') του Κυρίου ημών Ιησού Χρίστου και των Δεσποτικών
εορτών, β') της Υπεραγίας Θεοτόκου και γ') ενός ή περισσοτέρων αγίων.[83]
Οι Ρουμάνοι λειτουργιολόγοι -επιστήμονες και κληρικοί- ερεύνησαν τα
λειτουργικά βιβλία (αρχαία έντυπα, χειρόγραφα, μεταφράσεις κ.ά.), στην
ρουμανική και σλαβική γλώσσα.[84] Αυτοί οι συγγραφείς τονίζουν, ιδιαιτέρως
για τα χειρόγραφα και τα αρχαία έντυπα των λειτουργικών βιβλίων, την
σημασία τους -σαν μνημεία της ρουμανικής γλώσσας και την συμβολή τους στην
δημιουργία και την ενότητα της ρουμανικής λογοτεχνικής γλώσσας (θα τα
αναλύσουμε παρακάτω).
Και σ' αυτή την περίοδο συνεχίσθηκαν οι μεταφράσεις των αξιόλογων
λειτουργικών παραδοσιακών έργων, όπως π.χ. είναι: "De Mysteriis" του αγίου
Αμβροσίου Μεδιολάνων,[85] "De Sacrament is" του ιδίου,[86] «Η λειτουργική
ερμηνεία» του αγίου Σοφρονίου Ιεροσολύμων[87] κ.ά. Μεταφράζονται και
σύγχρονα λειτουργικά έργα, διαφόρων θεολόγων, όπως είναι: «Η λατρευτική
κοινωνία» του Ν. Νησσιώτη,[88] «Η Συμβολική της Εκκλησίας» του L.
Uspensky,[89] «Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή» του π. Ε. Kovalevsky[90] κ.ά. Όλες
αυτές οι μεταφράσεις συμβάλλουν αφενός στο να γίνουν γνωστές καλύτερα οι
πηγές της λειτουργικής, αφετέρου στην ανάπτυξη της ιστορίας της
λειτουργικής και την αλληλογνωριμία και ανταλλαγή των σχετικών θεολογικών
απόψεων.
Η μελέτη της Χριστιανικής Τέχνης γνώρισε τη μεγαλύτερη πρόοδο από το
σύνολο της θεολογικής ρουμανικής γραμματείας[91] σ' αυτή την περίοδο.
Παραδεδομένη -προηγουμένως- στους λαϊκούς επιστήμονες, μετά το 1948 η
κατάσταση αλλάζει ριζικά. Η Εκκλησία προετοιμάζει τους δικούς της
επιστήμονες και ξεκινάει την αξιολόγηση των μνημείων του παρελθόντος και
τις ανασκαφές εκκλησιαστικών αρχαιολογικών χώρων. Η Επιτροπή Αγιογραφίας
περνάει υπό τον έλεγχο του Ρουμανικού Πατριαρχείου και ξεκινάει η συντήρηση
παλαιών ορθοδόξων ναών από καλούς αγιογράφους.
Υπήρχε μια φροντίδα, εκ μέρους της Εκκλησίας, για την επιστροφή στο
παραδοσιακό στυλ βυζαντινό-ρουμανικό στην αρχιτεκτονική των ιερών ναών και
την αγιογραφία τους.
Μεγάλοι επιστήμονες στον τομέα της ρουμανικής Εκκλησιαστικής Τέχνης σ'
αυτή την περίοδο: ο καθηγητής D. Stefanescu, ο καθηγητής Victor Bratulescu,
ο ΑΙ. Moisiu, ο π. Ε. Braniste, ο π. Milan Sesan κ.ά. Αυτοί και άλλοι
μελέτησαν και μας άφησαν έργα περί της Εκκλησιαστικής Τέχνης που αφορούν:
την ιστορία και την εξέλιξη της, την αρχιτεκτονική, την αγιογραφία, τα
κεντήματα, την μικρογραφία κ.ά. Μεταξύ των σημαντικότερων έργων και μελετών
αυτού του τομέα είναι: «Η βυζαντινή τέχνη» (ρουμανιστί) του ΑΙ. Moisiu (εις
"Mitr. Ard.", nr. 9-10, 1964, σ.σ. 614-622)' «Η βυζαντινή αρχιτεκτονική στα
Ρουμανικά Πριγκιπάτα» (ρουμανιστί) του π. P. Vintilescu (εις «B.O.R.» nr. 7-
8=1967, σσ. 1024-1044)' «Η αγιογραφία. Γενικές γνώσεις τέχνης: ιμηφιδωτό, η
νωπογραφία, η τέμπερα και η ελαιογραφία» (ρουμανιστί) του D. Stefanescu
(εις «Gl. Bis» nr. 11-12-1961' σσ. 1079-1100) «Περί της εθνικής ορθοδόξου
εικονογραφίας» (ρουμανιστί) του Milan Sesan, εις "Mitr. Mold. si Sue", nr.
5-6-1965, σ.σ. 277-286 κ.τ.λ.[92]
Οι Ρουμάνοι λειτουργιολόγοι δεν αρκέστηκαν στην μετάφραση παλαιών ή
καινούργιων λειτουργικών έργων, αλλά μετέφρασαν οι ίδιοι από τα έργα τους
σε διάφορες ξένες γλώσσες. Αξιόλογα είναι τα έργα του π. Ene Braniste τα
οποία μετέφρασε και δημοσίευσε ο ίδιος, όπως. π.χ.: 1) "Le deroulement de
l'office de Finitation dans 1' Eglise de rit Byzantin et son
interpretation", "Sonderdruck aus Ostkirchliche Studien", Wtirzburg, 20.
Band, September 1971, Heft 2/3, σ.σ. 115-129 2) "U assembled liturgique
decrite dans les "Constitutions Apostoliques" et les differentes functions
dans son cadre", Editioni liturgiche, Roma, 1977 3) "Le culte byzantine
comme expression de la foi orthodoxe", Roma, 1979[93] κ.τ.λ. Αυτές οι
εργασίες και μελέτες ανταποκρίνονται στην σύγχρονη λειτουργική για την
προσαρμογή της ορθοδόξου λατρείας στις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής.




ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΓΟΜΠΟΣ
ΡΟΥΜΑΝΙΑ




STELIAN GOMBOS –
ROMANIA




https://steliangombos.wordpress.com/



-----------------------
[1] I. Bianu και Nerva Hodos, Bibliografia romaneasca veche (Η παλαιά
ρουμανική βιβλιογραφία), τομ. Α', σσ. 344-347, Βουκουρέστι, 1903.
[2] Ι. Μ. Φουντούλη, Το λειτουργικόν έργον τον Αγίου Συμεών του
Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 1965, σσ. 26-27.
[3] π. Ε. Braniste, Literatura liturgica in Teologia, σ. 123.
[4] π. Seb. Pascanu, Η ρουμανική λειτουργική, σσ. 35-36.
[5] Sorin Petcu, Contributia liturgistilor romani din sec. al ΧΙΧ-lea la
dezvoltarea literaturii liturgice romanesti (Η συμβολή των Ρουμάνων
λειτουργιολόγων του ΙΘ' αιώνος στην ανάπτυξη της ρουμανικής λειτουργικής
γραμματείας), εις «Gl. Bis.», nr. 6-7 (1972), σσ. 639-648.
[6] π. Seb. Pascanu, όπ. παρ., σ. 64.
[7] Badea Ciresanu, Tezaurul liturgic, τόμ. Α'.
[8] του ιδίου, όπ. παρ., τόμ. Β' και Γ'.
[9] π. Ε. Braniste, Preotul Profesor Petre Vintilescu (Ο καθηγητής π. Petre
Vintilescu), εις «St. Teol.» nr. 7-8(1974), σσ. 592-598.
[10] του ιδίου, όπ. παρ., σ. 592-598.
[11] π. Ε. Braniste, Literatura liturgica in Teologia, σσ. 129-130.
[12] π. Μ. Pacurariu, Istoria Bisericii Ortodoxe Romane (Η Ιστορία της
Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας), τόμ. 3, σ. 480.
[13] π. loan Bria, Teologia ortodoxa romana contemporana (Η σύγχρονη
ορθόδοξη ρουμανική Θεολογία), εις «Gl. Bis» nr. 1-2(1971), σσ. 68-71.
[14] π. Μ. Pacurariu, Dictionarul Teologilor..., σ. 479.
[15] π. Μ. Pacurariu, όπ. παρ., σσ. 56-61.
[16] Π. Μ. Pacurariu, όπ. παρ. σσ. 425-426.
[17] π. Ν. Necula, Traditie si innoire, τόμοι 1ος (1986) και 2ος (2001),
Galati.
[18] π. Ε. Braniste, Literatura liturgica, σσ. 132-135.
[19] π. C-tin Galeriu, όπ. παρ. σ. 423.
[20] π. Seb. Pascanu, όπ. παρ., σ. 49.
[21] π. Ε. Branisite, όπ. παρ. σ. 131.
[22] του ιδίου, όπ. παρ., σ. 131.
[23] του ιδίου, όπ. παρ., σ. 132.
[24] π. Ε. Braniste, Liturgica generala, Βουκουρέστι, 1980 και 1993.
[25] του ιδίου, Liturgica speciala, Βουκουρέστι, 1985.
[26] π. Ε. Braniste, Preocupari si studii. σ. 425.
[27] του ιδίου, Literatura liturgica, σσ. 132-133.
[28] του ιδίου, Preocupari si studii, a. 425.
[29] π. Ε. Braniste, Randuiala slujbei in sobor de preoti (Η ακολουθία με
συλλείτουργο), εις «B.O.R.», nr. 3-4 (1960), σσ. 218-257.
[30] π. P. Vintilescu, Contributii la lamurirea unei controverse de tipic,
privitoare la Vohodurile Liturghiei (Συμβολές για την λύση φιλονικίας
σχετικά με τις εισόδους τις θείας Λειτουργίας), εις "St. Teol.", nr. 3-
4(1951), σσ. 121-134.
[31] π. I. Zagrean, Painea si vinul liturgic (To πρόσφορο και ο οίνος της
Προσκομιδής), εις «Mitr. Ban.», nr. 4-6(1964), σσ. 270-274.
[32] π. Athanasie Negoita, Ce Evanghelii citim in saptamanile ce preced
Triodul? (Τι Ευαγγελικές περικοπές διαβάζουμε τις εβδομάδες πριν του
Τριωδίου;), εις "B.O.R", nr. 1-3(1952), σσ. 93-99.
[33] π. Ε. Braniste, όπ. παρ., σ. 426.
[34] του ιδίου, Miridele speciale de la Proscomidie (Οι ειδικές μερίδες από
την Προσκομιδή), εις "Gl. Bis", nr. 5-6(1967), σσ. 495-498.
[35] του ιδίου, Preocupari si studii, σ. 426.
[36] π. Ε. Braniste όπ. παρ., σ. 427.
[37] π. Gh. Getiia, Despre stihurile si otpustul Pastelui (Περί των στίχων
και της απολύσεως τον Πάσχα), εις "Mitr. Ban.", nr. 1-3(1967), σσ. 77-82.
[38] π. loan Firca, Despre unele binecuvantari din cuprinsul Sfintei
Liturghii (Περί κάποιων ευλογιών από την Θεία Λειτουργία), εις "Mitr.
Ban.", nr. 7-9 (1967) σσ. 498-504.
[39] του ιδίου, Cand si cum se impartasesc credinciosii? (Πού και πότε
μεταλαμβάνουν οι πιστοί;), εις "Mitr. Ban.", nr. 11-12(1964), σσ. 751-758.
[40] π. I. Barlanescu, Ο practica gresita la inmormantari (Ένα λανθασμένο
έθιμο στις κηδείες), εις "Mitr. Ban.", nr. 4-6(1967), σσ. 306-307.
[41] π. I. Zagreanu, Ο practica gresita la savarsirea Sfantului Botez (Ένα
λανθασμένο έθιμο στην τέλεση του Ιερού Βαπτίσματος), εις "Mitr. Ban.", nr.
4-6(1966), σσ. 288-293.
[42] π. P. Vintilescu, Binatia Liturghiei (Μπινάτσια -δυο φορές- της θείας
Λειτουργίας), εις "St. Teol.", nr. 3-6(1950), σσ. 125-136.
[43] π. Sp. Candea, Intrebari si raspunsuri cu privire la uniformitatea
cultului Bisericii Ortodoxe Romdne (Ερωτήσεις και απαντήσεις περί της
ομοιομορφίας της λατρείας της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας), εις "Mitr.
Ard", nr. 9-10(1964), σσ. 535-605.
[44] π. Petru Rezus, Practici romano-catolice de cult folosite ca mijloace
de prozelitism (Λειτουργικές πρακτικές Ρωμαιοκαθολικών που χρησιμοποιούνται
ως μέθοδοι προσηλυτισμού), εις "Ortod", nr. 1(1954), σσ. 64-80.
[45] π. Ε. Braniste, Literatura liturgica, a. 132.
[46] Tipic bisericesc (Εκκλησιαστικό Τυπικό), Βουκουρέστι, 1976.
[47] π. Ν. Mladin, Slujitor la altar (Ιερουργός στο ιερό θυσιαστήριο), εις
"Mitr. Ard.", nr. 4-5 (1965), σσ. 261-264.
[48] π. Ε. Braniste, Preocupari si studii, a. 428.
[49] π. Sp. Candea, Cultul divin si pastorala crestina (Η θεια λατρεία και
οι ποιμαντική), εις II . "B.O.R." nr. 11-12(1967), σσ. 1194-1209.
[50] π. P. Vintilescu. Functiunea catehetica a Liturghiei (Ο κατηχητικός
ρόλος της θείας Λειτουργίας), εις "St. Teol.", nr. 1-2(1949), σσ. 17-33.
[51] π. Seb. Pascanu, «H ρουμανική λειτουργική», σσ. 137-156.
[52] π. D. Staniloae, Liturghia si unitatea religioasa a poporului roman (Η
θεία Λειτουργία και η θρησκευτική ενότητα τον ρουμανικού λαού), εις
"B.O.R.", nr. 10-11(1956), σσ. 1078-1087.
[53] π. Ε. Braniste, Liturghierul slavon al lui Macarie -1508 Studiu
liturgic (To Ιερατικόν του Μακαρίου - 1508, λειτουργική μελέτη), εις
"B.O.R." nr. 10-11/1958), σσ. 1035-1068.
[54] π. Π. Μ. Pacurariu, Istoria Bis. Ort. Rom. τόμ. 3ος, σσ. 478-479.
[55] του ιδίου, π. Ε. Braniste, Preocupari si studii, σσ. 429-430.
[56] του ιδίου, όπ. παρ. σ. 430.
[57] π. D. Staniloae, όπ. παρ. σσ. 1078-1087.
[58] π. Sp. Candea, Cultul Sfintilor Petru si Pavel (Η τιμή προς τους
αγίους Πέτρο και Παύλο), εις "Mitr. Ban.", nr. 4-6(1967), σσ. 321-327.
[59] π. Sp. Candea, του ιδίου, Necesitatea unitatii pascale crestine (Η
αναγκαιότητα της χριστιανικής πασχαλινής ενότητος), Eig"Mitr. Ard", nr. 4-
6(1965), σσ. 371-418.
[60] Cezar Vasiliu, Problema unificarii datei Pastelui si pozitia Bisericii
Ortodoxe Romane (To πρόβλημα ενοποίησες της ημερομηνίας τον Πάσχα και η
στάση της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας), εις "Mitr. Ban.", nr. 7-9(1971),
σσ. 480-485.
[61] π. Ε. Braniste, Unitate si varietate in cultul liturgic al Bisericii
Ortodoxe Autocefale (Ενότητα και ποικιλία στην λατρεία της Ορθοδόξου
Αυτοκέφαλου Εκκλησίας), εις "St. Teol.", nr. 7-8 (1955), σσ. 423-444.
[62] του ιδίου, Literatura liturgica, σ. 133.
[63] π. Ε. Braniste, όπ. παρ., σ. 133.
[64] του ιδίου, όπ. παρ. σ. 133.
[65] του ιδίου, Liturghiile catolice in comparatie cu cele ortodoxe (Οι
ρωμαιοκαθολικές λειτουργίες σε σύγκριση με τις ορθόδοξες), εις "Ortod", nr.
1(1957), σσ. 119-138' V. Popescu, Consacrarea In Biserica Anglicana (Η
καθιέρωση, στην Αγγλικανική Εκκλησία), εις "Gl. Bis.", nr. 3-4(1961), σσ.
352-357.
[66] π. D. Colotelo, όπ. παρ., "St. Teol.", 1-2 και 3-4 του έτους 1985.
[67] π. Ε. Braniste, Ο noua liturghie intrebuintata de unii "ortodocsi"
apuseni: Liturghia dupa Sfantul Gherman al Parisului (Μια νέα λειτουργία
που χρησιμοποιείται από κάποιους δυτικούς «Ορθοδόξους»: η. λειτουργία του
αγίου Γερμανού Παρισίων) εις "Ortod." nr. 1(1959) σσ. 36-47.
[68] π. Seb. Pascanu, όπ. παρ., σσ. 162-165.
[69] π. C. Galeriu, Teologia ortodoxa, σ. 467.
[70] ΑΙ. Zarea, Probleme liturgice si discutia Comisiei "Credinta si
Constitutie", Montreal, 1963 (Λειτουργικά θέματα στις συζητήσεις της
επιτροπής «Πίστη και Τάξη», Μόντρεαλ, 1963), εις "Gl. Bis.", nr. 9-
10(1965), σσ. 803-814.
[71] του ιδίου, όπ. παρ., σσ. 803-806.
[72] του ιδίου, όπ. παρ., σσ. 807-813.
[73] π. D. Colotelo, όπ. παρ. σσ. 225-226.
[74] π. Ε. Braniste, Preocupari si studii, σ. 435, βλ. π. Seb. Pascanu όπ.
παρ., σ. 52.
[75] π. Ε. Braniste, Intemeirea, inceputul si dezvoltarea cultului (Η
ίδρυση, η αρχή και η IB ανάπτυξη της θειας λατρείας), εις "St. Teol", nr. 3-
4(1963), σσ. 131-140.
[76] π. P. Vintilescu, Oficiul Utreniei (Η Ακολουθία του Όρθρου) εις "Gl.
Bis.", nr. 7-8 (1973), σσ. 683-699" π. Ε. Braniste, Istoria si explicarea
slujbei Vecerniei (Η ιστορία και η ερμηνεία της Ακολουθίας τον Εσπερινού)
εις "B.O.R.", nr. 5-6 (1966), σσ. 513-532 κ.ά.
[77] π. P. Vintilescu, Liturghierul explicat (Το Ιερατικόν επεξηγημένο),
Βουκουρέστι, 1972 και 1998 Spiridon Candea, Οι Λειτουργίες της Ορθοδόξου
Εκκλησίας (ρουμανιστί) εις "Mitr. Ard.", nr. 3-4(1959), σσ. 255-262 κ.τ.λ.
[78] Buzan Sever, Hirotonia si hirotesia (Η Χειροτονία και η χειροθεσία),
εις "Ortod." nr. 4(1957), σσ. 586-613' π. Liviu Streza, Botezul in
diferitele rituri liturgice crestine (To Βάπτισμα στους διαφόρους
χριστιανικούς λειτουργικούς τύπους) εις L'Ortod." nr. 1(1985), σσ. 17-86
και nr. 2(1985), σσ. 239-366 κ.ά.
[79] Vasile Gordon, Rugaciunile pentru cei morti in expunere catehetica (Οι
ευχές υπέρ των κεκοιμημένων σε κατηχητική ερμηνεία), εις "Gl. Bis.", nr. 1-
2(1984), σσ. 93-107 κ.ά.
[80] π. Ε. Braniste, Anul bisericesc si subdiviziunile lui (To
εκκλησιαστικό έτος και οι υποδιαιρέσεις του), εις "Gl. Bis.", nr. 11-
12(1962), σσ. 1085-1095 του ιδίου, Posturile din cursul anului bisericesc
(Οι νηστείες κατά την διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους), εις "B.O.R.", nr.
1-2(1964), σσ. 120-138 κ.ά.
[81] π. Seb. Pascanu, Canonul cel Mare al Sfantului Andrei Criteanul (Ο
Μέγας κανών του αγίου Ανδρέου Κρήτης), εις "GL Bis.", nr. 1-5(1995), σσ. 56-
65 κ.ά.
[82] π. Ε. Braniste, Teologia icoanelor (Η θεολογία των εικόνων) εις "St.
TeoL", nr. 3-4 (1952), σσ. 175-201.
[83] Molitfelnic (Ευχολόγιον), Βουκουρέστι, 1998, σσ. 549-559 και π. Κ.
Καραϊσαρίδη, Τα ιδιάζοντα λειτουργικά στοιχεία, σσ. 127-130.
[84] π. Ε. Braniste, Preocupari si studii, σ. 434.
[85] Μετάφραση του π. Ε. Braniste και Gh. Voiusa εις "St. Teol."; nr. 9-
10(1965), σσ. 286-302.
[86] Μετάφραση του Ε. Braniste εις "St. Teol", nr. 9-10(1967), σσ. 565-599.
[87] Ρουμανική μετάφραση του Ν. Petrescu, εις "Mitr. Olt", nr. 5-6(1964),
σσ. 351-372.
[88] Μετάφραση του π. P. Salageanu εις "Mitr. Ban." nr. 4-6(1964), σσ. 176-
197.
[89] Μετάφραση του L. Xurcanu εις "Mitr. Mold. si Sue", nr. 5-6(1960), σσ.
311-325.
[90] Μετάφραση του π. Ε. Bridas, εις "Gl. Bis", nr. 3(1957), σσ. 168-171
βλ. π. Seb. Pascanu, όπ. παρ., σ. 53.
[91] π. Ε. Braniste, Preocupari si studii. σ. 435.
[92] του ιδίου, όπ. παρ., σσ. 435-439.
[93] π. Alexandru Stan, Lucrari ale profesorilor Institutului Teologic
Universitar din Bucuresti aparute in limbi straine (Έργα καθηγητών του
Πανεπιστημιακού Θεολογικού Ινστιτούτου Βουκουρεστίου, δημοσιευμένα σε ξένες
γλώσσες), εις "Ortod.", nr. 4 (1981), σς. 565-572.
Lihat lebih banyak...

Comentários

Copyright © 2017 DADOSPDF Inc.